Περίληψη:
Η παχυσαρκία είναι ένα από τα συχνότερα και σημαντικότερα προβλήματα υγείας παιδιών και εφήβων.
Τα σημαντικότερα αίτια της παχυσαρκίας σε νεαρές ηλικίες είναι η κακή διατροφή, η μειωμένη φυσική δραστηριότητα καθώς και ψυχοκοινωνικοί παράγοντες. Η παχυσαρκία κατά την παιδική και εφηβική ζωή σχετίζεται με διάφορα προβλήματα υγείας στην παιδική, εφηβική αλλά και ενήλικη ζωή.
Ορισμένες από τις γνωστότερες μεθόδους διαχείρισης της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας είναι τα συμπεριφοριστικά προγράμματα, οι πολύ-ειδικές παρεμβάσεις, υποθερμιδικές δίαιτες, δίαιτες χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη, κετονικές δίαιτες, η αύξηση της φυσικής δραστηριότητας, φαρμακευτική αγωγή και πολύ σπάνια χειρουργική επέμβαση.
Σκοπός αυτής της έρευνας είναι η καταγραφή των διατροφικών συνηθειών και χαρακτηριστικών παιδιών και εφήβων, ο έλεγχος της πιθανής διαφοροποίησης στην θερμιδική πρόσληψη και στην πρόσληψη μακροθρεπτικών στοιχείων κατά την διάκρισής τους με βάση τον Δείκτη Μάζας Σώματος και η διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στην κατανάλωση των τροφίμων και τον Δείκτη Μάζας Σώματος.
Το δείγμα της έρευνας αποτελείται από 1003 παιδιά 8,5-15 ετών, αγόρια και κορίτσια που φοιτούν σε ιδιωτικό εκπαιδευτήριο. Για την καταγραφή των διατροφικών τους συνηθειών συμπλήρωσαν ένα ημερολόγιο συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων με αναφορά στον ένα χρόνο. Στις ανθρωπομετρικές μετρήσεις συμπεριλήφθηκε η μέτρηση του αναστήματος, του βάρους, ο υπολογισμός του Δείκτη Μάζας Σώματος και ο διαχωρισμός του δείγματος σε ελλειποβαρείς, φυσιολογικούς, υπέρβαρους και παχύσαρκους. Για την στατιστική ανάλυση χρησιμοποιήθηκε το πρόγραμμα SPSS 10.0. Ως μέτρο της γραμμικής συσχέτισης μεταξύ των μεταβλητών χρησιμοποιήθηκε ο συντελεστής συσχέτισης Pearson (chi-square test) με επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας το 0,05. Για τη διερεύνηση διαφορών ανάμεσα στην θερμιδική και μακροθρεπτική πρόσληψη χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος ανάλυσης διακύμανσης (ANOVA).
Τα αποτελέσματα περιλαμβάνουν πίνακες συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων, πίνακες όπου εμφανίζεται η κατανάλωση στις ομάδες τροφίμων σε σχέση με τον ΔΜΣ των ατόμων του δείγματος και πίνακες όπου συγκρίνονται η πρόσληψη μακροθρεπτικών στοιχείων και η θερμιδική πρόσληψη ανάμεσα σε φυσιολογικά, υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά.
Στη σύγκριση της θερμιδικής και μακροθρεπτικής πρόσληψης σε σχέση με τον ΔΜΣ προέκυψαν στατιστικά σημαντικά αποτελέσματα, με τα φυσιολογικά παιδιά να εμφανίζουν υψηλότερες προσλήψεις απ’ ότι τα υπέρβαρα και παχύσαρκα. Στατιστικά σημαντικά αποτελέσματα εμφανίστηκαν επίσης στις 7 από τις συνολικά 23 ομάδες τροφίμων, όταν διερευνήθηκε η σχέση της κατανάλωσης με τον ΔΜΣ. Φάνηκε ότι τα φυσιολογικά παιδιά καταναλώνουν μεγαλύτερες ποσότητες παχυντικών τροφίμων σε σχέση με τα υπέρβαρα και τα παχύσαρκα, ενώ το αντίστροφο ισχύει για τα άπαχα τρόφιμα, κάτι που δεν ήταν αναμενόμενο. Από ανασκόπηση παλαιότερων ερευνών προέκυψαν παρόμοια αποτελέσματα.
Μία πιθανή ερμηνεία των αποτελεσμάτων είναι η μη αληθής καταγραφή των συνηθειών (υπό και υπερκαταγραφή).
Μία άλλη εξήγηση είναι ότι η υψηλή ενεργειακή πρόσληψη στα φυσιολογικά παιδιά αντισταθμίζεται με αυξημένη φυσική δραστηριότητα, γι’ αυτό και δεν αυξάνει το βάρος τους, κάτι που δεν συμβαίνει στα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά.
Βλέπουμε δηλαδή ότι η παχυσαρκία είναι ένα πολυπαραγοντικό πρόβλημα.