Διαχείριση μνημείων και μουσείων του νομού Ιωαννίνων στη βάση του σύγχρονου μάρκετινγκ πολιτιστικής κληρονομίας

Μεταπτυχιακή Εργασία 9125 602 Αναγνώσεις

Πρωτότυπος Τίτλος:
Διαχείριση μνημείων και μουσείων του νομού Ιωαννίνων στη βάση του σύγχρονου μάρκετινγκ πολιτιστικής κληρονομίας
Συγγραφέας:
Φούσα, Μαρία
Επιβλέπων καθηγητής:
Μαλινδρέτος, Γεώργιος
Περίληψη:
Η ιστορία της Ηπείρου και της πόλης των Ιωαννίνων είναι μακραίωνη και συναρπαστική καθώς ξεκινώντας από την αυγή της ύπαρξης του ανθρώπου κατά τους Παλαιολιθικούς χρόνους, συνεχίζεται απρόσκοπτη και με κρίσιμους ιστορικούς σταθμούς - άλλοτε άνθισης και άλλοτε παρακμής και κατάκτησης -, μέχρι τις σύγχρονές μας μέρες. Η περιοχή, ακολουθώντας τη δική της ιστορική πορεία και διαμορφώνοντας την ιδιαίτερη πολιτιστική της ταυτότητα, θα διασχίσει όλες τις ιστορικές περιόδους της χωρίς κενά και ιστορικές ασυνέχειες και θα συμβάλλει με τον δικό της μοναδικό τρόπο στην ανάπτυξη και στην ολοκλήρωση του περίλαμπρου ελληνικού πολιτισμού.
Από την ιστορία της Ηπείρου μία αξιόλογη πολιτιστική κληρονομιά έχει παραδοθεί στους σύγχρονους κατοίκους της. Τα ιστορικά μνημεία του νομού Ιωαννίνων συγκεκριμένα, - οι βυζαντινές μονές του και οι ιστορικοί χώροι του-, αρδεύοντας την αξία τους από την ψυχή και το πνεύμα των ανθρώπων που τα δημιούργησαν και τα διαφύλαξαν στους αιώνες, οριοθετούν έναν ιδιαίτερο ιστορικό και πολιτιστικό «χώρο», το ταξίδι μέσα στον οποίο μπορεί να αποτελέσει μία αξέχαστη διαδικασία ιστορική μύησης.
Στο σύνολό του ο νομός Ιωαννίνων διαθέτει 27 μουσεία, εκ’ των οποίων τα 7 βρίσκονται εντός της πόλης, είναι δηλαδή «κεντρικά», ενώ τα υπόλοιπα κατανέμονται γεωγραφικά στους υπόλοιπους 7 δήμους του νομού. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ο νομός δεν έχει κατευθυνθεί προς την οργάνωση της διάσωσης και αξιοποίησης της πολιτιστικής κληρονομίας του μέσω των κλασικών φορέων ανάδειξής της. Όσο για την αξιολόγηση του τρόπου λειτουργίας του κάθε ενός από τους παραπάνω φορείς, αυτή δεν αποτελεί το ερευνητικό έργο της παρούσας εργασίας. Είναι όμως, δυνατά δύο συμπεράσματα: πρώτον, ότι κάποιοι από τους παραπάνω φορείς δραστηριοποιούνται εντονότερα από άλλους (περισσότερα εκπαιδευτικά προγράμματα, ύπαρξη δυναμικής ιστοσελίδας στο διαδίκτυο, συχνή επικοινωνία με το κοινό και χρήση πολυμέσων) και δεύτερον, ότι οι αρχές της σύγχρονης μουσειολογείας και της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν έχουν αξιοποιηθεί από πολλούς από τους παραπάνω φορείς.
Σύμφωνα με τις αρχές αυτές τα πολιτιστικά αγαθά θα πρέπει να συμπλέκονται με αναπτυξιακά και παραγωγικά προγράμματα (Συνθήκη Μάαστριχ, 1992). Συνεπώς, στον τομέα της Προστασίας των Μνημείων υπεισέρχεται η έννοια της Διαχείρισης, μια έννοια-εργαλείο γνωστή κυρίως από την οικονομική επιστήμη. Με βάση το νέο αυτό δεδομένο, διαμορφώνεται σήμερα στο πεδίο της Προστασίας της Πολιτιστικής Κληρονομιάς η οπτική της επιχειρησιακής πράξης, η οποία χαρακτηρίζεται από τη διεύρυνση της θεώρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς ως μια βιομηχανία (industry) και αγορά (market) με προϊόντα και κατ’ επέκταση ως ένα κεφάλαιο, στο οποίο η έννοια της διαχείρισης (management) έχει τη θέση και την αναγκαιότητά της, όπως και στο εμπόριο και στις επιχειρήσεις.
Στα νέα αυτά πλαίσια και τα σύγχρονα μουσεία, ως βασικοί φορείς προστασίας, διαχείρισης, αξιοποίησης και ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς, επαναπροσδιορίζονται ώστε να μην αποτελούν πια απρόσιτους και «δυσανάγνωστους» για τους πολλούς χώρους, αλλά χώρους εκπαίδευσης και παραγωγής γνώσης η οποία προκύπτει μέσα από ψυχαγωγικές διαδικασίες. Επιπλέον, σημαντική εξέλιξη αποτελεί και η συνάρτηση της πολιτιστικής κληρονομιάς ως πολιτισμικού πόρου με έναν ακόμη «χώρο» της οικονομίας, αυτόν του τουρισμού και ειδικότερα του πολιτιστικού τουρισμού, ο οποίος γνωρίζει ιδιαίτερη άνθηση κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Αναντίρρητα, από τις παραπάνω μεταλλαγές προκύπτει ο κίνδυνος της αλλοίωσης και της ανατροπής της πεμπτουσίας του νοήματος της πολιτιστικής κληρονομίας, Ως λύση στο πρόβλημα αυτό διαφαίνεται μία στάση σύμφωνα με την οποία η νέα διάσταση της κληρονομιάς όσο και η αλώβητη διατήρηση της ουσίας της, εκπληρώνεται ισόρροπα δια μέσου δύο κατευθύνσεων: από τη μία, μέσω της διάσωσης, συντήρησης και διατήρησής της και από την άλλη, μέσω της ένταξης του κεφαλαίου της σε πλαίσιο εκπαιδευτικό και επενδυτικό.
Εφόσον η παραπάνω ισορροπία πληρείται η εφαρμογή στο χώρο της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομίας και των βιομηχανιών της, οικονομικών «εργαλείων» όπως αυτό του σύγχρονου marketing, είναι όχι μόνο ασφαλής αλλά και αναγκαία. Η ανάγκη χρήσης του πολιτισμικού marketing έχει να κάνει κυρίως με την ύπαρξη ενός κοινού το οποίο, έχοντας αντιληφθεί το διττό όφελος της κατανάλωσης των υπηρεσιών του πολιτισμού, δηλαδή την γνώση και την ψυχαγωγία, προτίθεται να προσεγγίσει ως καταναλωτικό κοινό τις υπηρεσίες αυτές. Ο απώτερος στόχος της διαδικασίας και της εφαρμογής του marketing από κάθε επιχείρηση – οργανισμό δεν είναι άλλος από την ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών του κοινού τους.
Το σημαντικότερο εργαλείο που διαθέτει το marketing για την αναγνώριση και κατανόηση των πραγματικών αναγκών των καταναλωτών και συνεπώς, τη απόκτηση της δυνατότητας κάλυψής τους, είναι αυτό της έρευνας αγοράς, η οποία συνιστά ως πρακτική την συστηματική έρευνα και ανάλυση των πληροφοριών που χρειάζεται μια επιχείρηση – οργανισμός ώστε αυτός να πετύχει τους στόχους και τους σκοπούς του, συμβαδίζοντας με τους σύγχρονους όρους της βιώσιμης και αειφόρου ανάπτυξης.
Μία τέτοια έρευνα διενεργήθηκε στα πλαίσια της παρούσας εργασίας, στο Νομό Ιωαννίνων με σκοπό να διερευνήσει τις στάσεις, τις απόψεις και τις επιθυμίες – ανάγκες του κοινού των μουσείων του νομού.
Ημερομηνία κατάθεσης:
2013-04-19
Γλώσσες Τεκμηρίου:
Ελληνικά
Θεματικές Κατηγορίες:
Μουσειολογία. Μουσεία μέθοδοι και τεχνικές
Λοιπά Θέματα:
Πολιτιστική κληρονομιά - Ελλάδα - Ιωάννινα (Νομός)
Μνημεία - Ελλάδα - Ιωάννινα (Νομός)
Πολιτιστική κληρονομιά - Μάρκετινγκ
Μουσεία - Μάνατζμεντ
Περιγραφή:
176 σ. : εικ., πίν., διαγρ.
Άδεια χρήσης:
19429 Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική Χρήση – Όχι Παράγωγα Έργα 4.0