Περίληψη:
Εισαγωγή: Οι διαταραχές στο φάσμα του αυτισμού ανήκουν στην κατηγορία των νευροαναπτυξιακών διαταραχών, γνωστές ως Διάχυτες Αναπτυξιακές Διαταραχές. Οι διαταραχές αυτές χαρακτηρίζονται κυρίως από δυσκολία στην επικοινωνία, από ελλειμματική κοινωνική συναναστροφή με άλλα άτομα, και από περιορισμένο, στερεοτυπικό, επαναλαμβανόμενο ρεπερτόριο δραστηριοτήτων και ενδιαφερόντων. Ο επιπολασμός των διαταραχών στο φάσμα του αυτισμού ολοένα και αυξάνει. Μολονότι υπάρχει πληθώρα επιστημονικών δεδομένων που συσχετίζει τον αυτισμό με προβληματικές διαιτητικές συνήθειες και συμπεριφορά καθώς και με δυσλειτουργία του εντέρου ή/και διαταραχή της εντερικής μικροχλωρίδας των παιδιών αυτών, δεν υπάρχει επιστημονική σύγκλιση πάνω στο βαθμό και την έκταση που αυτοί οι παράγοντες επιδρούν ή συμβάλλουν στη νόσο του αυτισμού.
Σκοπός: Σκοπός της παρούσης ερευνητικής εργασίας είναι η μελέτη των διαιτητικών συνηθειών παιδιών με διαταραχές στο φάσμα του αυτισμού, η σύγκρισή τους με συνομήλικα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά και η διερεύνηση πιθανών συσχετίσεων μεταξύ δίαιτας και εντερικής μικλοχλωρίδας. Για το σκοπό αυτό, εξετάζεται το περιβάλλον των διατροφικών επεισοδίων των παιδιών όπως τόπος, συνδαιτυμόνες, παράλληλη δραστηριότητα, η φυσική δραστηριότητα και η συχνότητα γαστρεντερικών συμπτωμάτων. Οι παραπάνω παράγοντες διερευνώνται για πιθανή συσχέτιση με παραμέτρους της εντερικής μικροχλωρίδας.
Μεθοδολογία: Η συλλογή των διατροφικών δεδομένων πραγματοποιήθηκε μέσω τριήμερου ημερολογίου καταγραφής τροφίμων, ενώ η φυσική δραστηριότητα και τα χαρακτηριστικά των κενώσεων αξιολογήθηκαν μέσω ερωτηματολογίων. Η μελέτη της εντερικής μικροχλωρίδας έγινε με καλλιεργητική μέθοδο. Για όλα τα παραπάνω έλαβε χώρα περαιτέρω διερεύνηση για τη συνεισφορά των ενδοοικογενειακών παραγόντων.
Αποτελέσματα: Από τη σύγκριση και διερεύνηση των ανωτέρω παραμέτρων βρέθηκε ότι τα αυτιστικά παιδιά καταναλώνουν περισσότερες μερίδες χυμών ανά ημέρα, γευματίζουν τις περισσότερες φορές σπίτι, μόνα τους, καθιστά και ανήσυχα, ενώ αφιερώνουν περισσότερο χρόνο σε καθιστικές δραστηριότητες όπως τηλεθέαση από ότι τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά. Επιπλέον, φάνηκε ότι τα παιδιά με αυτισμό εμφανίζουν περισσότερους πληθυσμούς κλωστριδίων και Candida απ’ ότι τα τυπικά αναπτυσσόμενα, αλλά όχι από τα αδέρφια τους. Τέλος, ορισμένοι από τους μικροοργανισμούς που μελετήθηκαν φάνηκε να συσχετίζονται θετικά ή αρνητικά κυρίως με τη σύσταση των συνδαιτυμόνων και με το βαθμό ανησυχίας κατά τη διάρκεια του γεύματος.
Συμπεράσματα: Τα παιδιά που πάσχουν από τις διαταραχές στο φάσμα του αυτισμού σημειώνουν κάποιες διαφορές ως προς τη διατροφική συμπεριφορά και την εντερική μικροχλωρίδα από τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά, με τις διαφορές να γίνονται εντονότερες όταν εξετάζονται χωρίς την επίδραση των τυπικά αναπτυσσόμενων αδερφών τους. Η ανάγκη για διεξαγωγή περαιτέρω μελετών με μεγαλύτερο μέγεθος δείγματος, προκειμένου να βρεθούν οι κατάλληλες θεραπευτικές προσεγγίσεις για τον αυτιστικό πληθυσμό είναι επιτακτική.