Περίληψη:
Εισαγωγή: Το προδιαβητικό στάδιο είναι μια κατάσταση υψηλού κινδύνου για την εμφάνιση σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2. Η συχνότητα κατανάλωσης γευμάτων έχει μελετηθεί στη βιβλιογραφία ως προς την επίδρασή της σε δείκτες που αφορούν το μεταβολισμό της γλυκόζης και της ινσουλίνης αλλά τα αποτελέσματα παραμένουν ασαφή. Ωστόσο στην κλινική πρακτική συχνά συστήνεται η αύξηση του αριθμού των γευμάτων ως μέσω επίτευξης γλυκαιμικού ελέγχου σε άτομα με προδιαβήτη ή σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.
Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η διερεύνηση της επίδρασης της συχνότητας γευμάτων στο γλυκαιμικό έλεγχο ατόμων σε προδιαβητικό στάδιο, δηλαδή άτομα με διαταραγμένη γλυκόζη νηστείας (IFG), διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη (IGT) ή υπερινσουλιναιμία και σε συνθήκες διατήρησης του σωματικού βάρους.
Μεθοδολογία: Συνολικά 23 εθελοντές (11 άνδρες) με IFG, IGT ή υπερινσουλιναιμία, ηλικίας 21-69 ετών συμμετείχαν σε μια διασταυρούμενη κλινική μελέτη. Κατά την εισαγωγή τους στη μελέτη υποβλήθηκαν σε δίωρη δοκιμασία από του στόματος ανοχής στη γλυκόζη. Παράλληλα έγινε λήψη ατομικού ιστορικού και ανθρωπομετρικών παραμέτρων και αξιολόγηση των διαιτητικών τους συνηθειών και της σωματικής δραστηριότητας. Στη συνέχεια, τυχαιοποιήθηκαν για ένα διάστημα διάρκειας 3 μηνών σε μία από τις δύο ισοθερμιδικές δίαιτες της παρέμβασης, με στόχο τη διατήρηση σωματικού βάρους. Οι 2 δίαιτες (%Υδατανθράκων:Πρωτεϊνών:Λίπους = 45:20:35) διέφεραν μόνο στον αριθμό των γευμάτων. Η πρώτη δίαιτα περιείχε 3 γεύματα την ημέρα, ενώ η δεύτερη 6 μικρότερα γεύματα την ημέρα. Η συμμόρφωση των ασθενών στα διατροφικά πρωτόκολλα αξιολογήθηκε με ανακλήσεις 24ώρου. Στην αρχή και το τέλος κάθε παρέμβασης αξιολογήθηκαν τα λιπίδια πλάσματος και η HbA1c σε κατάσταση νηστείας καθώς και οι συγκεντρώσεις γλυκόζης και ινσουλίνης μετά από δοκιμασία με 75-g φόρτιση με γλυκόζη. Η αποδοχή των παρεμβάσεων από τους εθελοντές εκτιμήθηκε με μια κλίμακα βαθμολόγησης της πείνας, του κορεσμού και της επιθυμίας για φαγητό που αισθανόντουσαν. Οι συγκρίσεις μεταξύ των ομάδων παρέμβασης έγιναν με την Ανάλυση Διακύμανσης για επαναλαμβανόμενες μετρήσεις.
Αποτελέσματα: Η προσκόλληση των συμμετεχόντων στις κατάλληλες γευματικές συχνότητες ήταν πολύ καλή (3,1±0,3 γεύματα έναντι 5,4±0,6 γεύματα, p<0,001). Aντίθετα, η ημερήσια θερμιδική πρόσληψη ήταν υψηλότερη στα 6 γεύματα σε σύγκριση με την παρέμβαση των 3 γευμάτων (1757,9±430,2 kcal έναντι 2061,9±283,1 kcal, p=0,014). Οι εθελοντές δεν παρουσίασαν κάποια διαφορά στους δείκτες της πείνας (p=0,126), του κορεσμού (p=0,165) και της επιθυμίας για φαγητό (p=0,148) μεταξύ των δύο γευματικών συχνοτήτων. Mεταξύ των παρεμβάσεων δεν παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στο σωματικό βάρος (p=0,876) αλλά και στα λοιπά ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά, όπως στο δείκτη μάζας σώματος (p=0,874), στην περιφέρεια μέσης (p=0,719) και στην περιφέρεια των ισχίων (p=0,914). Όσον αφορά τους δείκτες μεταβολισμού της γλυκόζης, καμία διαφορά δεν παρατηρήθηκε στη συγκέντρωση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης HbA1c (p=0,598), στους δείκτες ινσουλινοαντίστασης HOMA (p=0,810) και MATSUDA (p=0,748), στην επιφάνεια κάτω από την καμπύλη για τη γλυκόζη (p=0,859) και την ινσουλίνη (0,605) και στην οριακή επιφάνεια κάτω από την καμπύλη για τη γλυκόζη (p=0,716) και την ινσουλίνη (p=0,563). Επίσης καμία διαφορά ανάμεσα στις παρεμβάσεις δεν παρατηρήθηκε στο λιπιδαιμικό προφίλ των ατόμων και συγκεκριμένα στις τιμές της ολικής χοληστερόλης (p=0,594), των τριγλυκεριδίων (p=0,365), της HDL (p=0,900) και της LDL χοληστερόλης (p=0,840). Τα παραπάνω αποτελέσματα παρέμειναν αμετάβλητα όταν στις αναλύσεις συμπεριλήφθηκε η ενεργειακή πρόσληψη ως συγχυτικός παράγοντας και όταν τα άτομα χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, τους IFG/IGT και την υπερινσουλιναιμία.
Συμπεράσματα: Η μελέτη συτή δεν κατάφερε να αναδείξει κάποια σημαντική διαφορά μεταξύ της κατανάλωσης τριών και έξι γευμάτων ανά ημέρα σε δείκτες που αφορούσαν το γλυκαιμικό έλεγχο, το επίπεδο των λιπιδίων αλλά και τα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά των ατόμων που βρίσκονταν σε προδιαβητικό στάδιο κάτω από συνθήκες διατήρησης του σωματικού βάρους. Τα ευρήματα της μελέτης στο κομμάτι της ενεργειακής πρόσληψης των εθελοντών ήταν απόλυτα σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, αναδεικνύοντας τη θετική συσχέτιση μεταξύ της αυξημένης γευματικής συχνότητας και της ενεργειακής πρόσληψης. Τέλος, εμφανής ήταν και η τάση που προέκυψε στον τομέα της αποδοχής των παρεμβάσεων από τα άτομα, υποδηλώνοντας ότι τα έξι γεύματα πιθανόν να συμβάλλουν στη βελτίωση τόσο του κορεσμού όσο και της πείνας και επιθυμίας για φαγητό. Συνεπώς, η συχνότητα γευμάτων (3 έως 6) σε άτομα με προδιαβήτη πρέπει να επαφίεται στην προσωπική επιλογή του κάθε ασθενούς, με την προϋπόθεση ότι το ενεργειακό ισοζύγιο διατηρείται στο επιθυμητό.