Περίληψη:
Το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (Polycystic ovary syndrome-PCOS) είναι μία από τις πιο συχνά εμφανιζόμενες ενδοκρινικές διαταραχές σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Σχετίζεται με διαταραχές στον έμμηνο κύκλο, υπογονιμότητα, υπερανδρογοναιμία, παχυσαρκία και διαταραγμένο μεταβολισμό της γλυκόζης και της ινσουλίνης, με αποτέλεσμα σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, τα καρδιαγγειακά νοσήματα και ο καρκίνος. Η αντίσταση στην ινσουλίνη και η υπερινσουλιναιμία εμπλέκονται στην παθογένεια του συνδρόμου, συνεπώς η μείωση των επιπέδων ινσουλίνης και η βελτίωση της ινσουλινοευαισθησίας αποτελούν βασικούς στόχους της αντιμετώπισης. Οι αλλαγές του τρόπου ζωής (δίαιτα και σωματική δραστηριότητα) προτείνονται ως το πρώτο βήμα, όμως δεν είναι ακόμη γνωστός ο ιδανικός διαιτητικός χειρισμός. Μέχρι σήμερα, έχει διερευνηθεί η επίδραση της συχνότητας γευμάτων στο μεταβολισμό γλυκόζης και ινσουλίνης σε πληθυσμούς που βρίσκονται σε κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη, καθώς και σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη. Παρόλα αυτά, δεν υπάρχει καμία διαθέσιμη μελέτη στη διεθνή βιβλιογραφία που να έχει διερευνήσει την επίδραση της συχνότητας γευμάτων στις συγκεντρώσεις γλυκόζης και ινσουλίνης σε γυναίκες με PCOS. Με δεδομένο ότι υπάρχει βιβλιογραφικό κενό αναφορικά με τη επίδραση της συχνότητας γευμάτων στις συγκεντρώσεις ινσουλίνης και γλυκόζης γυναικών με PCOS, σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να διερευνήσει για πρώτη φορά αν υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στη συχνότητα γευμάτων και τις συγκεντρώσεις ινσουλίνης και γλυκόζης γυναικών με PCOS, χωρίς ταυτόχρονη απώλεια βάρους. Για την εκπόνηση αυτής της μεταπτυχιακής διατριβής χρησιμοποιήθηκε δείγμα 20 γυναικών με PCOS που συμμετείχαν σε μία διασταυρούμενη κλινική δοκιμή και παρακολουθήθηκαν στο Εξωτερικό Ιατρείο της Β’ Προπαιδευτικής Παθολογικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου ‘‘Αττικόν’’. Κατά την εισαγωγή τους στη μελέτη υποβλήθηκαν σε δίωρη δοκιμασία από του στόματος ανοχής γλυκόζης. Παράλληλα έγινε λήψη ατομικού ιστορικού και ανθρωπομετρικών παραμέτρων και αξιολόγηση διαιτητικών συνηθειών και σωματικής δραστηριότητας. Στη συνέχεια, τυχαιοποιήθηκαν για ένα διάστημα διάρκειας 3 μηνών σε μία από τις δύο ισοθερμιδικές δίαιτες της παρέμβασης, με στόχο τη διατήρηση σωματικού βάρους. Οι 2 δίαιτες (%Υδατανθράκων:Πρωτεϊνών:Λίπους = 40:25:35) διέφεραν μόνο στον αριθμό των γευμάτων. Η πρώτη δίαιτα περιείχε 3 γεύματα την ημέρα, ενώ η δεύτερη 6 μικρότερα γεύματα την ημέρα. Εν συνεχεία, στο τέλος του πρώτου τριμήνου, επαναλήφθηκε η δοκιμασία ανοχής στη γλυκόζη και ακολούθησε η χορήγηση της δεύτερης δίαιτας. Μετά από
τρεις μήνες ακολουθούσε η τελευταία δοκιμασία ανοχής στη γλυκόζη και το τέλος της κλινικής δοκιμής (συνολική διάρκεια 6 μήνες). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, ο βαθμός προσκόλλησης των συμμετεχόντων στις 2 δίαιτες του ερευνητικού πρωτοκόλλου κρίθηκε ικανοποιητικός, καθώς παρατηρήθηκαν πολύ μικρές αποκλίσεις από τη διαιτητική εντολή που δόθηκε στις συμμετέχουσες στην αρχή της κάθε παρέμβασης αντίστοιχα. Επιπλέον, ο δείκτης μάζας σώματος και το επίπεδο σωματικής δραστηριότητας των συμμετεχόντων δεν μεταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της μελέτης. Ανάμεσα στις 2 παρεμβάσεις, βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στο αίσθημα της πείνας (P=0,009), καθώς οι συμμετέχουσες δήλωσαν ότι πεινούσαν λιγότερο στη δίαιτα με τα 6 γεύματα. Αντιθέτως, δεν βρέθηκε καμία στατιστική διαφορά ανάμεσα στις 2 παρεμβάσεις στο λιπιδαιμικό προφίλ, στους δείκτες HOMA-IR και Matsuda, στις συγκεντρώσεις γλυκόζης και ινσουλίνης κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας ανοχής στη γλυκόζη, καθώς και στο εμβαδόν κάτω από την καμπύλη και στο επιμέρους εμβαδόν κάτω από την καμπύλη γλυκόζης και ινσουλίνης αντίστοιχα. Όταν πραγματοποιήθηκαν ξεχωριστές αναλύσεις στις γυναίκες φυσιολογικού βάρους και στις υπέρβαρες/παχύσαρκες γυναίκες του δείγματος δεν βρέθηκε καμία στατιστικά σημαντική διαφορά στις παραπάνω μεταβλητές. Τέλος, όταν πραγματοποιήθηκαν ξεχωριστές αναλύσεις στις γυναίκες με υπερινσουλιναιμία (>100 μmIU/mL σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή στη δοκιμασία ανοχής στη γλυκόζη κατά την έναρξη της μελέτης) και στις γυναίκες χωρίς υπερινσουλιναιμία, η μόνη στατιστικά σημαντική διαφορά, που βρέθηκε, αφορούσε το αίσθημα της πείνας, με τις γυναίκες με υπερινσουλιναιμία να δηλώνουν ότι πεινούσαν λιγότερο στη δίαιτα με τα 6 γεύματα (P=0,031). Συνεπώς, φαίνεται πως η χορήγηση τριών έως έξι γευμάτων ημερησίως δεν έχει διαφορά σε παραμέτρους γλυκαιμικού ελέγχου και μπορούν να προσφέρονται ως επιλογές κατά την κατάρτιση διαιτολογίων ατόμων με PCOS.
Περιγραφή:
109 σ., εικ., πίν., διαγρ., σχ.