Περίληψη:
Τα τελευταία χρόνια ο επιπολασμός της ινσουλινοαντίστασης έχει σημειώσει αύξηση όχι μόνο στους ενήλικες αλλά και στους εφήβους. Η ινσουλινοαντίσταση - η μειωμένη δηλαδή απόκριση του οργανισμού στην ινσουλίνη - είναι κύριο χαρακτηριστικό της προδιαβητικής φάσης και αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα κινδύνου για εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2. Το φαινόμενο της αντίστασης στην ινσουλίνη μπορεί να εμφανίζεται είτε μεμονωμένα είτε στα πλαίσια μία ευρύτερης μεταβολικής διαταραχής που ονομάζεται Μεταβολικό Σύνδρομο. Οι κυριότεροι παράγοντες που σχετίζονται με την εμφάνιση ινσουλινοαντίστασης στην εφηβική ηλικία είναι η γενετική προδιάθεση, η ενδομήτρια ανάπτυξη, το χαμηλό βάρος γέννησης, ο μητρικός θηλασμός, το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, η ηλικία έναρξης εφηβείας, η εθνικότητα, το οικογενειακό ιστορικό εμφάνισης διαβήτη Τύπου 2, η διατροφή, η παχυσαρκία και η φυσική δραστηριότητα. Σκοπός της συγκεκριμένης μελέτης είναι η συλλογή και καταγραφή των επιπέδων φυσικής δραστηριότητας και η διερεύνηση της αμφίδρομης σχέσης μεταξύ φυσικής δραστηριότητας και παραγόντων κινδύνου για εμφάνιση ινσουλινοαντίστασης σε δείγμα εφήβων από 10 ευρωπαϊκές χώρες. Στην παρούσα εργασία το δείγμα αποτελούν 594 έφηβοι ηλικίας 12-16 ετών, 252 αγόρια και 342 κορίτσια. Η συμμετοχή των υποκειμένων στη μελέτη ήταν εθελοντική. Ελήφθησαν δείγματα αίματος για τον υπολογισμό των συγκεντρώσεων γλυκόζης και ινσουλίνης ορού νηστείας, έγινε εκτίμηση της ινσουλινοαντίστασης μέσω των δεικτών HOMA και FGIR, έγιναν σωματομετρήσεις όπως μέτρηση βάρους, ύψους και περιφέρειας μέσης, υπολογίστηκε ο Δείκτης Μάζας Σώματος και τέλος εκτιμήθηκαν τα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας με τη χρήση ερωτηματολογίων IPAQ και επιταχυνσιογράφων. Από τα αποτελέσματα της έρευνας προέκυψε ότι τα αγόρια είναι στατιστικά σημαντικά υψηλότερα και βαρύτερα σε σύγκριση με τα κορίτσια, ενώ έχουν και μεγαλύτερη περιφέρεια μέσης. Επίσης, φάνηκε ότι τα αγόρια κάνουν περισσότερη ώρα φυσική δραστηριότητα σε σύγκριση με τα κορίτσια. Δεν εμφανίστηκαν στατιστικά σημαντικά αποτελέσματα όσον αφορά στη σχέση μεταξύ των επιπέδων φυσικής δραστηριότητας και βιοχημικών δεικτών (ινσουλίνη και γλυκόζη ορού νηστείας), κατηγοριών βάρους και περιφέρειας μέσης (εκτός από μία τάση που υπήρξε στα αγόρια που έκαναν χαμηλής έντασης άσκηση να έχουν μεγαλύτερη περιφέρεια μέσης). Ο επιπολασμός της ινσουλινοαντίστασης δεν εμφάνισε στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των τριών επιπέδων φυσικής δραστηριότητας. Επιπλέον, δείχθηκε ότι οι υπέρβαροι και παχύσαρκοι έφηβοι, τόσο τα αγόρια όσο και τα κορίτσια, εμφανίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης ινσουλινοαντίστασης σε σύγκριση με τους ελλειποβαρείς και φυσιολογικούς. Η περιφέρεια μέσης φάνηκε να συσχετίζεται ανάλογα και στατιστικά σημαντικά με τον κίνδυνο εμφάνισης ινσουλινοαντίστασης και στα δύο φύλα. Τέλος, δεν βρέθηκε στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων φυσικής δραστηριότητας και του κινδύνου εμφάνισης ινσουλινοαντίστασης ούτε στα αγόρια ούτε στα κορίτσια. Αυτό το εύρημα έρχεται σε αντίθεση με το μεγαλύτερο μέρος των μελετών που έχουν ασχοληθεί με το συγκεκριμένο αντικείμενο και η διαφορά αυτή πιθανώς οφείλεται σε μεθοδολογικά σφάλματα όπως η μη έγκυρη εκτίμηση των επιπέδων φυσικής δραστηριότητας από τα ερωτηματολόγια IPAQ ή/ και τους επιταχυνσιογράφους. Συμπερασματικά, για τη διεξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων υπάρχει η ανάγκη περαιτέρω έρευνας πάνω στη συσχέτιση μεταξύ φυσικής δραστηριότητας και εμφάνισης ινσουλινοαντίστασης στη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα.