Περίληψη:
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο καφές αποτελεί ένα ευρέως καταναλισκόμενο ρόφημα παγκοσμίως και η κατανάλωσή του έχει συνδεθεί με ευεργετικές, κυρίως, επιδράσεις στην υγεία. Έχει συσχετισθεί με μείωση του κινδύνου διαφόρων χρόνιων ασθενειών, μεταξύ των οποίων o σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, οι νευροεκφυλιστικές ασθένειες, κάποιες μορφές καρκίνου κ.α.. Όσον αφορά την επίδρασή του στο ισοζύγιο ενέργειας και στην παχυσαρκία, τα αποτελέσματα της βιβλιογραφίας δεν είναι καταληκτικά, ωστόσο διαφαίνεται μία, μάλλον, ωφέλιμη δράση ως προς τη ρύθμιση του σωματικού βάρους. Η καφεΐνη, ως συστατικό του καφέ, έχει εξετασθεί σε μεγαλύτερο βαθμό από τον καφέ ως τρόφιμο, κυρίως ως προς την ενεργειακή δαπάνη, ενώ λίγα είναι γνωστά για την επίδραση τους στη διαιτητική πρόσληψη και στην όρεξη. Δεδομένου ότι η παχυσαρκία, όπως και πολλά χρόνια νοσήματα, συνδέεται με υποβόσκουσα φλεγμονή, ενδιαφέρον προκαλεί η μελέτη της επίδρασης του καφέ σε αυτή τη διεργασία. Η επίδρασή αυτή έχει εξετασθεί σε επιδημιολογικές, κυρίως, μελέτες με αντικρουόμενα αποτελέσματα, καθιστώντας άμεση την ανάγκη διεξαγωγής πειραματικών μελετών. Δεδομένων των παραπάνω βιβλιογραφικών κενών, σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής ήταν να εξετάσει την επίδραση του καφέ, με ή χωρίς καφεΐνη, και σε διαφορετικές ποσότητες, πρωτίστως στην διαιτητική πρόσληψη, σε υποκειμενικά αισθήματα της όρεξης και σε ορμονικούς δείκτες που σχετίζονται με την όρεξη, και, δευτερευόντως σε προφλεγμονώδεις και αντιφλεγμονώδεις παράγοντες, καθώς και σε δείκτες του γλυκαιμικού ελέγχου σε υγιείς εθελοντές.
Μεθοδολογία: Στην παρούσα διατριβή υλοποιήθηκαν δύο, διασταυρούμενες και τυχαιοποιημένες εργαστηριακές μελέτες. Στην πρώτη μελέτη συμμετείχαν 16 μη παχύσαρκοι άντρες εθελοντές, ενώ στη δεύτερη συμμετείχαν 33 εθελοντές, 17 άντρες και 16 γυναίκες, 16 φυσιολογικού σωματικού βάρους και 17 υπέρβαροι/παχύσαρκοι. Στην πρώτη μελέτη κάθε εθελοντής συμμετείχε σε 3 δοκιμασίες μιας ημέρας όπου κατανάλωνε με τυχαία σειρά ένα τυποποιημένο πρωινό γεύμα μαζί με 200 ml α) στιγμιαίου καφεϊνούχου καφέ με 3 mg καφεΐνης/kg σωματικού βάρους (Καφές 3), β) παρόμοια ποσότητα στιγμιαίου ντεκαφεϊνέ καφέ, γ) νερού. Στη δεύτερη μελέτη, η οποία είχε παρόμοιο σχεδιασμό με την πρώτη, οι εθελοντές κατανάλωσαν ίδια πειραματικά ποτά με εξαίρεση τον ντεκαφεϊνέ καφέ όπου στη θέση του κατανάλωσαν στιγμιαίο καφεϊνούχο καφέ με 6 mg καφεΐνης/kg σωματικού βάρους (Καφές 6). Και στις δύο μελέτες, στη νηστεία και σε τακτά χρονικά διαστήματα, για τις επόμενες 3 ώρες από την κατανάλωση, λαμβάνονταν δείγματα αίματος, ενώ παράλληλα αξιολογούνταν τα υποκειμενικά αισθήματα της όρεξης των εθελοντών που αφορούσαν την πείνα, τον χορτασμό/κορεσμό και την επιθυμία για φαγητό. Μετά τις 3 ώρες χορηγούταν στους εθελοντές ένα κατά βούληση μεσημεριανό γεύμα, στο οποίο καταγραφόταν η διαιτητική τους πρόσληψη. Την επόμενη ημέρα οι ερευνητές τηλεφωνούσαν στους εθελοντές για να ανακαλέσουν τι κατανάλωσαν από τη στιγμή που έφυγαν από το εργαστήριο μέχρι και που κοιμήθηκαν. Η ανάλυση των δειγμάτων αίματος αφορούσε βιοχημικούς δείκτες και ορμόνες που σχετίζονται με την όρεξη (γρελίνη, πεπτίδιο τυροσίνης-τυροσίνης, προσομοιάζον της γλυκαγόνης πεπτίδιο-1), το γλυκαιμικό έλεγχο (γλυκόζη, ινσουλίνη, κορτιζόλη) και τη φλεγμονή (c-αντιδρώσα πρωτεΐνη, ιντερλευκίνη-6 και -18, αδιπονεκτίνη), όσον αφορά την πρώτη μελέτη, ενώ στη δεύτερη μελέτη εξετάσθηκαν ορμόνες που σχετίζονται με την όρεξη (γρελίνη, νευροπεπτίδιο Υ) και οι συγκεντρώσεις γλυκόζης και ινσουλίνης. Η στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων πραγματοποιήθηκε με την ανάλυση της συνδιακύμανσης και με την ανάλυση της συνδιακύμανσης για επαναλαμβανόμενες μετρήσεις για την εύρεση επίδρασης της παρέμβασης ή/και αλληλεπίδρασης της παρέμβασης με το χρόνο. Υπολογίστηκαν, επίσης, η ολική και αυξανόμενη περιοχή κάτω από την καμπύλη, οι οποίες αναλύθηκαν με ανάλυση της συνδιακύμανσης.
Αποτελέσματα: Σύμφωνα με την ανάλυση των δεδομένων από την πρώτη μελέτη, δεν υπήρξε σημαντική διαφοροποίηση στη διαιτητική πρόσληψη των εθελοντών μεταξύ των τριών δοκιμασιών. Επιπρόσθετα, δεν βρέθηκε σημαντική επίδραση της παρέμβασης για τα υποκειμενικά αισθήματα και τις ορμόνες της όρεξης, τους δείκτες φλεγμονής, καθώς και τα επίπεδα γλυκόζης και ινσουλίνης. Ωστόσο, ο καφεϊνούχος καφές διατήρησε αυξημένες κατά τη φυσιολογική τους πτώση τις συγκεντρώσεις της κορτιζόλης σε σχέση με τη δοκιμασία ελέγχου (Ρ=0,04). Όσον αφορά τη δεύτερη μελέτη, η κατανάλωση του Καφέ 6 οδήγησε σε χαμηλότερη ενεργειακή πρόσληψη στο σύνολο της ημέρας τις γυναίκες σε σχέση με τον Καφέ 3 (Ρ=0,01) και τα υπέρβαρα/παχύσαρκα άτομα σε σχέση με τον Καφέ 3 (Ρ=0,04) και το νερό (Ρ=0,008). Δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των δοκιμασιών όσον αφορά τα αισθήματα και τις ορμόνες της όρεξης. Σχετικά με τις συγκεντρώσεις ινσουλίνης και γλυκόζης, ο Καφές 6 προκάλεσε μικρότερη αύξηση των συγκεντρώσεων της ινσουλίνης μέχρι και τη μέγιστη τιμή, δηλαδή μέχρι τα 30 πρώτα λεπτά από την κατανάλωση, σε σχέση με το νερό στο συνολικό δείγμα, στους άντρες και στα υπέρβαρα/παχύσαρκα άτομα (Ρ<0,05, για όλες τις περιπτώσεις). Η μειωμένη αυτή αύξηση των συγκεντρώσεων της ινσουλίνης βρέθηκε να αντανακλάται στη συνέχεια, δηλαδή από τα 60 λεπτά μέχρι και τα 120 λεπτά, στις συγκεντρώσεις της γλυκόζης, των οποίων η πτώση από τη μέγιστη τιμή καθυστέρησε μετά την κατανάλωση του Καφέ 6 σε σχέση με την κατανάλωση του νερού στο συνολικό δείγμα, στους άντρες και στα υπέρβαρα/παχύσαρκα άτομα (Ρ<0,05, για όλες τις περιπτώσεις). Επιπρόσθετα, ο καφές, προκάλεσε αύξηση της αυξανόμενης περιοχής κάτω από την καμπύλη της γλυκόζης με δοσοεξαρτώμενο τρόπο στο συνολικό δείγμα (Ρ=0,009), στις γυναίκες (Ρ=0,05) και στα υπέρβαρα/παχύσαρκα άτομα (Ρ=0,03) σε σχέση με το νερό, ενώ για τους άντρες η αυξανόμενη περιοχή κάτω από την καμπύλη της γλυκόζης ήταν μεγαλύτερη μόνο στη δοκιμασία του Καφέ 6 συγκριτικά με το νερό (Ρ=0,05).
Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματα των παραπάνω μελετών υποδεικνύουν ότι η κατανάλωση καφεϊνούχου καφέ επηρεάζει την πρόσληψη ενέργειας και κάποιους δείκτες του μεταβολισμού της γλυκόζης. Η επίδραση αυτή εξαρτάται από το φύλο και την κατηγορία ΔΜΣ, καθώς και από την ποσότητα που ο καφές χορηγείται. Ειδικότερα, παρουσιάζει ευεργετική επίδραση στη μείωση της ημερήσιας πρόσληψης ενέργειας, κυρίως στα υπέρβαρα/παχύσαρκα άτομα και σε μικρότερο βαθμό στις γυναίκες, όταν χορηγείται σε μία μέτρια ποσότητα (~2-4 φλιτζάνια). Ταυτοχρόνως, επάγει, για την πρώτη μισή ώρα από την κατανάλωση, μειωμένη αύξηση των συγκεντρώσεων της ινσουλίνης και στη συνέχεια μια καθυστερημένη πτώση των συγκεντρώσεων της γλυκόζης στο συνολικό δείγμα, στους άντρες και στους υπέρβαρους/παχύσαρκους, αλλά οι επιδράσεις αυτές είναι παροδικές. Όταν δεν λαμβάνονται υπόψη οι συγκεντρώσεις της νηστείας, τότε υπάρχει καθυστέρηση στην πτώση των συγκεντρώσεων της γλυκόζης και στις γυναίκες. Πιθανός μηχανισμός για την επίδραση αυτή ίσως να αποτελεί, πέρα από τις μειωμένες συγκεντρώσεις ινσουλίνης, η αύξηση των συγκεντρώσεων της κορτιζόλης, αλλά και άλλων ορμονών που εμπλέκονται στο γλυκαιμικό έλεγχο και που δεν εξετάσθηκαν στην παρούσα διατριβή. Επιπλέον έρευνα είναι απαραίτητη ώστε να επιβεβαιώσει τα ευρήματα αυτά και να τα επεκτείνει και σε άλλες πληθυσμιακές ομάδες. Η διερεύνηση των υπεύθυνων μηχανισμών, καθώς και των συστατικών που είναι υπεύθυνα για τις δράσεις του καφέ είναι, επίσης, αναγκαία.