Περίληψη:
Σκοπός: Η παρούσα διδακτορική διατριβή-μελέτη κατέγραψε τον επιπολασμό του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας, σε παιδιά δημοτικών σχολείων (ηλικίας 9-13 ετών), στην ελληνική επικράτεια σε σχέση με περιγεννητικούς, οικονομικούς και κοινωνικοδημογραφικούς παράγοντες κινδύνου. Στόχος ήταν η ανάπτυξη ενός δείκτη που εκτιμά, από την πρώιμη παιδική ηλικία, την πιθανότητα εμφάνισης μελλοντικής παιδικής παχυσαρκίας από συγκεκριμένα περιγεννητικά και οικογενειακά κοινωνικοδημογραφικά χαρακτηριστικά. Για τον παραπάνω σκοπό, η διδακτορική διατριβή πραγματοποιήθηκε και δημοσιεύτηκε σε δυο στάδια (μελέτες 1η & 2η).
1η Μελέτη: (στάδιο 1ο)
Μεθοδολογία: Η μελέτη ήταν συγχρονική και περιελάμβανε αναδρομικά δεδομένα που συλλέχθηκαν από ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα 2294 μαθητών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, ηλικίας 9-13 ετών, από τέσσερις νομούς της βόρειας, δυτικής, κεντρικής και νότιας Ελλάδας. Το βάρος και το ύψος μετρήθηκαν χρησιμοποιώντας πρότυπες διαδικασίες, ενώ οι διεθνείς κατωφλικές τιμές χρησιμοποιήθηκαν για τον ορισμό των υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών και γονέων. Τα περιγεννητικά, δημογραφικά και κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά καταγράφηκαν, επίσης, μέσω τυποποιημένων ερωτηματολογίων.
Αποτελέσματα: Ο επιπολασμός των υπέρβαρων και παχύσαρκων ήταν 30,5% και 11,6% αντίστοιχα, με υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης της παχυσαρκίας στα αγόρια σε σύγκριση με τα κορίτσια (13,7% έναντι 9,5%, P = 0,019). Η Ελληνική ιθαγένεια (ΣΛ, 1,06; 95% ΔΕ 1,01-1,39), το κάπνισμα της μητέρας κατά την εγκυμοσύνη (ΣΛ, 1,37 95% ΔΕ 1,05-1,98), η ταχεία αύξηση του σωματικού βάρους του βρέφους (ΣΛ, 1,69 95% ΔΕ 1,20-2,38), οι υπέρβαροι γονείς (πατέρας και μητέρα, ΣΛ, 1,27 και 1,40, αντίστοιχα) βρέθηκαν να αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες της παιδικής παχυσαρκίας. Η παχυσαρκία της μητέρας πριν την εγκυμοσύνη (ΣΛ, 2,15 95% ΔΕ 1,27-3,70) και ο χρόνος έναρξης - εισαγωγής των στερεών τροφών στη διατροφή των βρεφών (μετά τον 5ο μήνα της ζωής) βρέθηκαν επίσης να αυξάνουν την πιθανότητα της παιδικής παχυσαρκίας (ΣΛ, 1,60 95% ΔΕ 1,02-2,51). Τα παιδιά που έχουν μεγαλύτερους ηλικιακά (> 46 ετών) πατέρες (ΣΛ, 0,55 95% ΔΕ 0,37-1,80) και μητέρες με αυξημένη μόρφωση (ΣΛ, 0,57 95% ΔΕ 0,36-0,90) ήταν λιγότερο πιθανό να είναι παχύσαρκα.
Συμπεράσματα: Σε πρώτο στάδιο, στη μελέτη, εντοπίστηκαν πολυάριθμοι περιγεννητικοί και κοινωνικοδημογραφικοί παράγοντες ως σημαντικοί παράγοντες κινδύνου υπέρβαρου και παχυσαρκίας για την παιδική ηλικία. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει την πολυπαραγοντική φύση της αιτιολογίας του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας καθώς και την ανάγκη περεταίρω μελέτης των αιτιών εμφάνισης παιδικής παχυσαρκίας, πέραν των κλασικών αιτιών όπως το ισοζύγιο ενέργειας.
2η Μελέτη: (στάδιο 2ο)
Μεθοδολογία: Στο προαναφερόμενο, πρώτο στάδιο, και στο ίδιο δείγμα η πολυπαραγοντική ανάλυση λογαριθμικής παλινδρόμησης έδειξε ότι, οι παράγοντες που παρέμειναν στατιστικά ισχυρότεροι σε σχέση με την παχυσαρκία ήταν το πριν την εγκυμοσύνης σωματικό βάρος της μητέρας, το ενεργό κάπνισμα της μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, το μορφωτικό επίπεδο της μητέρας και η αύξηση του σωματικού βάρους του βρέφους κατά τους πρώτους έξι μήνες της ζωής. Οι παράγοντες αυτοί συνδυάστηκαν με το φύλο των παιδιών για την ανάπτυξη του "Δείκτη Αξιολόγησης Κινδύνου Παιδικής Παχυσαρκίας" (Childhood Obesity Risk Evaluation index - CORE)
Αποτελέσματα: Το σκορ του δείκτη CORE κυμαίνεται από 0 έως 11 μονάδες. Κάθε μονάδα συσχετίστηκε με πιθανότητα κινδύνου παχυσαρκίας (εύρος 4% έως 40%). Η κατωφλική ανάλυση (Cut-off point) αποκάλυψε ότι ένα σκορ ≤ 5 διέκρινε βέλτιστα τα παχύσαρκα από τα μη παχύσαρκα παιδιά. Βάσει αυτού του ορίου (κατωφλικού σημείου) η ευαισθησία του δείκτη CORE υπολογίστηκε στο 54% και η ειδικότητα του στο 65%.
Συμπεράσματα: Η παρούσα μελέτη, σε αντίθεση με άλλες μελέτες που συνδέουν μόνο μία μεταβλητή ή άλλες μελέτες που προσπαθούν να συνδέσουν (μέσω εξόρυξης δεδομένων - data mining) ένα μεγάλο αριθμό μεταβλητών με το κίνδυνο παιδικής παχυσαρκίας, κατασκεύασε τον δείκτη CORE χρησιμοποιώντας ένα μικρό σύνολο μεταβλητών, που μπορούν εύκολα και ανέξοδα να συλλέγονται κατά τη διάρκεια συνήθων επισκέψεων σε παιδίατρους και άλλους επαγγελματίες υγείας. Ο προτεινόμενος δείκτης CORE και το σχετικό διάγραμμα επί τοις εκατό της πιθανότητας κινδύνου μπορεί να αποδειχθούν πολύτιμα εργαλεία ανίχνευσης, καθώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους παιδίατρους και άλλους επαγγελματίες υγείας για τον εντοπισμό των παιδιών που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο εμφάνισης παιδικής παχυσαρκίας από τα πολύ πρώιμα στάδια της ζωής, όπως η βρεφική ηλικία. Ο δείκτης CORE, ως απλό και φθηνό εργαλείο, θα μπορούσε να είναι χρήσιμος και ως βοήθημα σε πρωτοβουλίες για την πρόληψη της παιδικής παχυσαρκίας, αν και περαιτέρω προοπτικές μελέτες απαιτούνται για να ελεγχθεί η προγνωστική εγκυρότητά του. Επιπλέον, πιθανές τροποποιήσεις στα επιμέρους σκορ των συστατικών του, θα μπορούσαν να βελτιώσουν τις επιδόσεις του.