Περίληψη:
Θεωρητικό υπόβαθρο: Το μεταβολικό σύνδρομο αποτελεί συνδυασμό αλληλοσυσχετιζόμενων μεταβολικών παραγόντων κινδύνου, οι οποίοι προάγουν άμεσα την ανάπτυξη αθηροσκληρωτικής καρδιαγγειακής νόσου και αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες καθορισμού των κριτηρίων για το σύνδρομο, με πιο πρόσφατη αυτή του AHA, το 2005. Ο επιπολασμός του συνδρόμου έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια σε παγκόσμιο επίπεδο, και στην Ελλάδα συγκεκριμένα φτάνει σήμερα το 24% περίπου. Όπως έχει φανεί και από πολλές μελέτες, ο ακρογωνιαίος λίθος για την αντιμετώπισή του είναι οι αλλαγές στον τρόπο ζωής.
Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης, ήταν να εξετασθεί η επίδραση δύο διαφορετικών τύπων παρέμβασης (τηλεφωνικές συνεδρίες και πρόσωπο-με-πρόσωπο συνεδρίες), σε βιοχημικούς δείκτες και διατροφικούς παράγοντες που σχετίζονται με το μεταβολικό σύνδρομο.
Μεθοδολογία: Η μελέτη διήρκεσε 6 μήνες και σε αυτήν συμμετείχαν 18 άτομα με διάγνωση μεταβολικού συνδρόμου (8 άνδρες και 10 γυναίκες, ηλικίας 23 έως 73 ετών), από το Λιπιδαιμικό ιατρείο του Ιπποκρατείου Νοσοκομείου. Οι συμμετέχοντες έλαβαν ίδιου τύπου υποθερμιδικό διαιτολόγιο, και στη συνέχεια χωρίστηκαν με τυχαίο τρόπο σε 2 ομάδες: α) ομάδα Α (6 άτομα), η οποία περιλάμβανε τυπική ενημέρωση για τις επιδιωκόμενες αλλαγές στον τρόπο ζωής και δύο τηλεφωνικές επικοινωνίες (2 και 4 μήνες μετά την 1η συνάντηση), β) ομάδα Β (12 άτομα), η οποία επίσης περιλάμβανε ενημέρωση όπως και η Α ομάδα, και ακολούθως, συναντήσεις ανά 15 ημέρες για τους 2 πρώτους μήνες και ύστερα ανά μήνα για τους μήνες 2 έως 6.
Αποτελέσματα: Κατά την έναρξη του προγράμματος, οι δύο ομάδες δεν διέφεραν στατιστικά σημαντικά ως προς τα χαρακτηριστικά που εξετάστηκαν, με εξαίρεση το μορφωτικό επίπεδο, που ήταν σημαντικά υψηλότερο στη Β ομάδα (p = 0,023). Μετά από 6 μήνες παρέμβασης, στην ομάδα Α μειώθηκε η περιφέρεια μέσης (p = 0,080) και τα τριγλυκερίδια (p = 0,028), ενώ στη Β ομάδα μειώθηκαν η περιφέρεια μέσης (p = 0,022), τα τριγλυκερίδια (p = 0,011) και η γλυκόζη νηστείας (p = 0,017). Ο ΔΜΣ μειώθηκε στατιστικά σημαντικά στη Β ομάδα (p = 0,023) και εμφάνισε τάση για μείωση στην ομάδα Α (p = 0,116). Όσον αφορά στους διατροφικούς παράγοντες, τα άτομα της ομάδας Β μείωσαν τη συνολική ημερήσια ενεργειακή πρόσληψη (από p = 0,019) και αύξησαν το ποσοστό των πρωτεϊνών (p = 0,028). Αντιθέτως, η ενεργειακή πρόσληψη και τα ποσοστά των προσλαμβανόμενων μακροθρεπτικών συστατικών των συμμετεχόντων της Α ομάδας, δεν μεταβλήθηκαν μετά την 6μηνη παρέμβαση. Επίσης, καμία από τις δύο ομάδες δεν παρουσίασε στατιστικά σημαντικές διαφορές στην κατανάλωση των περισσότερων τροφίμων πριν και μετά την παρέμβαση. Τέλος, το επίπεδο της ενεργειακής δαπάνης (PAL) των συμμετεχόντων διατηρήθηκε τελικά στα ίδια επίπεδα πριν και μετά την παρέμβαση και στις δύο ομάδες.
Συμπεράσματα: Τελικά, φαίνεται ότι η τηλεφωνική παρέμβαση είναι όσο αποτελεσματική είναι και η πρόσωπο-με-πρόσωπο συνεδρία, τουλάχιστον όσον αφορά τους παράγοντες του μεταβολικού συνδρόμου. Απαιτούνται περισσότερες μελέτες σ’ αυτόν τον τομέα, οι οποίες θα επιβεβαιώσουν τα παραπάνω αποτελέσματα ώστε να χρησιμοποιηθούν κατάλληλα σε μελλοντικές διατροφικές παρεμβάσεις σε ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο.