Περίληψη:
Το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών αποτελεί μια πολύ συνηθισμένη κληρονομήσιμη ενδοκρινολογική διαταραχή. Η σπουδαιότητα του συνδρόμου είναι μεγάλη, όπως καθορίζεται από τις εκδηλώσεις και τη συσχέτισή του με άλλες παθήσεις. Ωστόσο, τα συμπτώματα του PCOS δεν είναι τα ίδια για όλες τις πάσχουσες, γεγονός που υποδηλώνει ότι η διαταραχή είναι ετερογενής και δύσκολη στη διάγνωση. Το πιο συνηθισμένο χαρακτηριστικό του συνδρόμου των πολυκυστικών ωοθηκών είναι η υπερπαραγωγή ανδρογόνων από τις ωοθήκες και πιθανόν και από τα επινεφρίδια, το οποίο εκδηλώνεται ως πιο έντονη από το φυσιολογικό τριχοφυΐα στις γυναίκες, διαταραχές του καταμήνιου κύκλου και σε αρκετές περιπτώσεις ανικανότητα ωορρηξίας και στειρότητα. Επίσης, συνήθως παρατηρείται και αυξημένη αρωματοποίηση των ανδρογόνων και μεγάλη παραγωγή οιστρογόνων, γεγονός που προδιαθέτει για νεοπλασίες του ενδομητρίου και του μαστού, ενώ παρατηρούνται και ανωμαλίες στην έκκριση των γοναδοτροπινών, δηλαδή διαταράσσεται και η υποθαλαμική ρύθμιση. Η πολυκυστική υφή των ωοθηκών αποτελεί το κυριότερο διαγνωστικό κριτήριο, αλλά τα θετικά ευρήματα από υπέρηχο θα πρέπει να συνυπάρχουν και με κάποια άλλα κλινικά χαρακτηριστικά του συνδρόμου, προκειμένου να γίνει διάγνωση για σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών και όχι για πολυκυστικές ωοθήκες, μορφολογία που μπορεί να είναι είτε απόρροια του συνδρόμου είτε γενετικά προκαθορισμένη.
Η διατροφή αποτελεί σημαντική θεραπευτική παρέμβαση για το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών, αφού το σύνδρομο συνοδεύεται από μεταβολικές διαταραχές. Η αντίσταση στην ινσουλίνη και η συνεπαγόμενη υπερινσουλιναιμία παρατηρείται στις περισσότερες παχύσαρκες και μη ασθενείς. Η υπερινσουλιναιμία αποτελεί μία παράμετρο του μεταβολικού συνδρόμου (σύνδρομο Χ), ενώ είναι πολύ συνηθισμένη η παρουσία και των υπόλοιπων χαρακτηριστικών του μεταβολικού συνδρόμου, δηλαδή η δυσλιπιδαιμία και η υπέρταση. Η αντίσταση στην ινσουλίνη έχει συσχετιστεί και με τις ενδοκρινολογικές διαταραχές του συνδρόμου, τις οποίες φαίνεται από τις διάφορες έρευνες ότι εντείνει, ενώ προδιαθέτει και για αυξημένη νοσηρότητα από καρδιαγγειακά νοσήματα και σακχαρώδη διαβήτη.
Δεν έχει γίνει μεγάλη ερευνητική προσπάθεια όσων αφορά τις διαιτητικές συστάσεις για τη θεραπεία του συνδρόμου. Η απώλεια βάρους για τις υπέρβαρες ή τις παχύσαρκες ασθενείς, η μειωμένη πρόσληψη λίπους και απλών σακχάρων, η αυξημένη πρόσληψη φυτικών ινών και η ένταξη της φυσικής δραστηριότητας στην καθημερινότητα, φαίνεται ότι αποτελούν τις παρεμβάσεις που πρέπει να λαμβάνουν χώρα στις πάσχουσες, αφού τα μέχρι σήμερα ερευνητικά δεδομένα υποδηλώνουν μεγάλη ευεργετική επίδραση στις εκδηλώσεις του συνδρόμου, αλλά και στη μακροχρόνια αντιμετώπιση των επερχόμενων κινδύνων. Και φυσικά η διαιτολογική παρέμβαση προκειμένου να είναι αποτελεσματική σημαίνει την υιοθέτηση νέων διαιτητικών συνηθειών εφ όρου ζωής και όχι την εφαρμογή κάποιον συμβουλών για κάποιους μήνες.
Παρόλο που η πιστή συμμόρφωση με την κατάλληλη διαιτητική εντολή μπορεί να αντικαταστήσει της χορήγηση κάποιων φαρμακευτικών σκευασμάτων, όπως τους ευαισθητοποιητές της ινσουλίνης, για κάποια άλλα δεν μπορεί να επηρεάσει σημαντικά. Έτσι η αντισυλληπτική αγωγή ή η χορήγηση αντιανδρογόνων είναι η κυριότερη μέχρι σήμερα θεραπευτική παρέμβαση, επειδή ανακουφίζουν τις ασθενείς από τα εντονότερα συμπτώματα του συνδρόμου. Ωστόσο, δεν έχουν μόνιμα αποτελέσματα και όταν διακοπεί η χρήση τους, τα συμπτώματα επανεμφανίζονται. Μεγάλη πρόοδος έχει γίνει τις τελευταίες δεκαετίες στον τομέα της επιτυχούς σύλληψης και κυοφορίας από γυναίκες που είχαν άστατου ή ανύπαρκτους ωορρηκτικούς κύκλους, είτε με τη χορήγηση ορμονών που προάγουν την ωορρηξία είτε με την εξωσωματική γονιμοποίηση, η οποία αποκτά ολοένα και περισσότερο έδαφος στην ιατρική αντιμετώπιση.