Περίληψη:
Σκοπός της μελέτης ήταν να διερευνηθεί η συσχέτιση της μεταβολής του βάρους αθλητών υπεραντοχής με τα επίπεδα νατρίου του πλάσματος τους μετά το τέλος του αγώνα, καθώς και η επίδραση της μεταβολής του βάρους και της συγκέντρωσης νατρίου στην επίδοση τους. Η επιλογή αθλητών του Σπάρταθλον είναι ιδανική για τη μελέτη αυτή, διότι το άθλημα αυτό είναι ιδιαίτερα δύσκολο και επίπονο για τους αθλητές που συμμετέχουν, εφόσον πρέπει να καλύψουν απόσταση 246 χιλιομέτρων (Αθήνα-Σπάρτη) σε 36 ώρες. Στη μελέτη συμμετείχαν 140 άνδρες δρομείς. Το δείγμα αυτό αντιπροσωπεύει το 56,4% των δρομέων (n=248) που έλαβαν μέρος στον αγώνα, ενώ 82 αθλητές κατάφεραν να τερματίσουν. Πληροφορίες για την ποσότητα, το είδος των υγρών που κατανάλωσαν και την εμφάνιση γαστρεντερικών προβλημάτων κατά τη διάρκεια του αγώνα βασίστηκαν σε ερωτηματολόγια που συμπληρώθηκαν από τους αθλητές πριν και μετά τον αγώνα. Σε κάποιους από τους δρομείς μετρήθηκε το βάρος στην Αθήνα, ενώ σε λιγότερους αθλητές το βάρος μετρήθηκε στη Σπάρτη. Επίσης, πραγματοποιήθηκαν δύο αιμοληψίες, μία στην Αθήνα (την προηγούμενη ημέρα του αγώνα) και μία στη Σπάρτη (30 λεπτά μετά τον τερματισμό), για τον προσδιορισμό των συγκεντρώσεων νατρίου των δρομέων.
Η συγκέντρωση νατρίου πριν τον αγώνα ήταν 141±5 mmol/L, ενώ μετά τον αγώνα είχε τιμή 135±6 mmol/L. Εννέα δρομείς (16,1%) ήταν υπονατραιμικοί (συγκέντρωση νατρίου <130 mmol/L). Η επί τοις εκατό μεταβολή του βάρους των δρομέων ήταν της τάξης του -3,0±2,7%. Σε 5 μόνο αθλητές το βάρος αυξήθηκε. Βρέθηκε αντιστρόφως ανάλογη συσχέτιση της επί τοις εκατό μεταβολής του βάρους με τη συγκέντρωση του νατρίου μετά τον αγώνα (R2 =0,213, p<0,01). Θετικά συσχετίσθηκαν οι συγκεντρώσεις νατρίου πριν και μετά τον αγώνα, ενώ η ηλικία δεν επηρέασε τα επίπεδα του νατρίου. Νεότεροι ήταν οι δρομείς που κατάφεραν να τερματίσουν σε σχέση με αυτούς που εγκατέλειψαν (42±9 έτη και 46±10 έτη αντίστοιχα, p<0,05). Η ηλικία συσχετίσθηκε και με το χρόνο τερματισμού, καθώς ο χρόνος τερματισμού ήταν μεγαλύτερος κατά την αύξηση της ηλικίας (R2=0,109 και p<0,05). Δε βρέθηκε όμως επίδραση της επί τοις εκατό μεταβολής του βάρους και της συγκέντρωσης νατρίου μετά τον αγώνα στο χρόνο κάλυψης της απόστασης. Η ποσότητα των υγρών που κατανάλωσαν στον αγώνα κυμαινόταν από 10 έως 50 λίτρα. Το νερό χρησιμοποιήθηκε σχεδόν από όλους τους αθλητές (96,4% των αθλητών), ενώ τα ισοτονικά ποτά καταναλώθηκαν από το 73,2% των αθλητών. Τέλος, σχεδόν οι μισοί αθλητές (48,2%) είχαν συμπτώματα ναυτίας, ενώ μόλις το 8,9% των δρομέων έπασχε από διάρροια. Συμπερασματικά λοιπόν, το ποσοστό των υπονατραιμικών σε ένα αγώνα υπερανροχής είναι μικρό σε σχέση με το ποσοστό των αθλητών που έχουν φυσιολογικά επίπεδα νατρίου. Στην πλειοψηφία των αθλητών το βάρος ελαττώνεται κατά τη διάρκεια του αγώνα, ενώ όσο μικρότερη είναι η μείωση αυτή, τόσο το άτομο κινδυνεύει να ταλαιπωρηθεί από υπονατραιμία. Τέλος, σύμφωνα με τα ευρήματα της παρούσας μελέτης, η επίδοση των δρομέων στον αγώνα, αν εκφρασθεί ως ο χρόνος κάλυψης της απόστασης, δεν επηρεάστηκε από την επί τοις εκατό μεταβολή του βάρους και τη συγκέντρωση νατρίου μετά το τέλος του αγώνα.