Περίληψη:
Η συχνότητα εμφάνισης οστεοπόρωσης αυξάνεται βαθμιαία, ενώ παράλληλα αυξάνεται και η συχνότητα εμφάνισης καταγμάτων, γεγονός που διαπιστώνεται από τεκμηριωμένες μελέτες και επιστημονικά στοιχεία. Τα περιορισμένα δεδομένα που υπάρχουν για την Ελλάδα επιβεβαιώνουν αυτήν την τάση.
Η δύναμη ενός οστού και η ανθεκτικότητά του στην επιβάρυνση, αποτελεί συνάρτηση της οστικής μάζας και των φυσικών και γεωμετρικών τους ιδιοτήτων. Παράλληλα, η οστική μάζα καθορίζεται από πληθώρα παραγόντων, με κυριότερους τη γενετική προδιάθεση και κάποιους περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως τη διατροφή, την φυσική δραστηριότητα, το κάπνισμα και την κατανάλωση αλκοόλ.
Κύριος στόχος της έρευνας ήταν ο προσδιορισμός της συχνότητας εμφάνισης παραγόντων που σχετίζονται με την ανάπτυξη οστεοπόρωσης και της επίδρασης τους στους δείκτες της οστικής φυσιολογίας με τη μέθοδο των ποσοτικών υπερήχων (ΠΥ) σε άνδρες και γυναίκες διαφορετικών ηλικιακών ομάδων του Ελληνικού πληθυσμού. Δευτερευόντως, στόχος μας ήταν να προσδιοριστούν οι φυσιολογικές τιμές των παραμέτρων BUA (broadband ultrasound attenuation ή κατευθυνόμενη εξασθένιση υπερήχων), SOS (speed of sound ή ταχύτητα ήχου), QUI (quantitative ultrasound index ή δείκτης ποσοτικών υπερήχων ή τραχύτητας) και eBMD (estimated bone mass density ή εκτιμώμενη οστική πυκνότητα), της μεθόδου των ΠΥ ανά φύλο και ανά ηλικιακή ομάδα στον ίδιο πληθυσμό. Επιπρόσθετα, στους επιμέρους στόχους της παρούσας έρευνας ήταν η διερεύνηση της αξιοπιστίας του ερωτηματολογίου συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων για τον προσδιορισμό της πρόσληψης ασβεστίου στο γενικό πληθυσμό και η αξιολόγηση των πιθανών διαφορών των παραμέτρων μέτρησης της μεθόδου των ΠΥ στις δύο πτέρνες (δεξιά και αριστερή).
Στην έρευνα συμμετείχαν 1205 εθελοντές (384 άνδρες και 821 γυναίκες) από τρεις διαφορετικές ηλικιακές ομάδες (10-15 ετών, 26-33 ετών και 60 –75 ετών), που διέμεναν σε τέσσερις διαφορετικές περιοχές της Ελλάδας, Βόρεια, Δυτική, Κεντρική και Νότια Ελλάδα. Οι συμμετέχοντες ενημερώθηκαν πλήρως για τη μελέτη και υπέγραψαν συγκατάθεση εθελοντικής συμμετοχής, το οποίο είχε εγκριθεί από την επιτροπή Βιοηθικής του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου.
Για τις ανάγκες της συγκεκριμένης έρευνας χρησιμοποιήθηκαν δύο ερωτηματολόγια (διατροφικών και άλλων συνηθειών και φυσικής δραστηριότητας), για τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με την οστεοπόρωση. Η εκτίμηση της οστικής πυκνότητας βασίστηκε στη μέθοδο των ποσοτικών υπερήχων (μοντέλο υπερηχόμετρου SAHARA clinical bone sonometer, Hologic, Inc., Waltham, MA). Η στατιστική ανάλυση έγινε με τη χρήση του στατιστικού πακέτου SPSS 10.0.05 for Windows (SPSS Inc., Chicago, IL).
Στην παρούσα μελέτη παρατηρήθηκε επίδραση του φύλου στις μετρούμενες παραμέτρους (BUA, SOS, QUI και eBMD), καθώς αυξάνονταν η ηλικία, ενώ δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ αγοριών και κοριτσιών. Επιπρόσθετα, η ηλικία εμφάνισε στατιστικά σημαντική συσχέτιση με όλες τις μετρούμενες παραμέτρους, γεγονός που έχει προηγουμένως επιβεβαιωθεί από διατμηματικές έρευνες, οι οποίες έδειξαν ουσιαστική μείωση στην οστική μάζα ή τη δομή του οστού την περίοδο ακριβώς μετά από την εμμηνόπαυση, αλλά και σε μεγαλύτερες ηλικίες.
Όσον αφορά την επίδραση παραγόντων που σχετίζονται με την ανάπτυξη και διατήρηση της οστικής υγείας, τα αποτελέσματα μας συμφωνούν σε γενικές γραμμές με αυτά προηγούμενων ερευνών.
Συγκεκριμένα, τα άτομα και των δύο φύλων του δείγματός μας είχαν σε γενικές γραμμές αυξημένο σωματικό βάρος, όπως προέκυψε από τις υψηλές τιμές του δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ), ο οποίος εμφάνισε μια τάση αύξησης με την ηλικία. Το αυξημένο βάρος βρέθηκε ότι ήταν ένας θετικός παράγοντας για τη σκελετική υγεία, σε αντίθεση με πολλούς άλλους δείκτες υγείας, όπου η αύξηση του ποσοστού λίπους αποτελεί αρνητικό παράγοντα.
Από την παρούσα έρευνα παρατηρήθηκε ότι η συχνή συμμετοχή σε οργανωμένου τύπου φυσική δραστηριότητα, η οποία προάγει την οστική πυκνότητα σχετιζόταν με όλες σχεδόν τις παραμέτρους των ποσοτικών υπερήχων. Δεν επιβεβαιώθηκε όμως, η σημαντικότητα της επίδρασης του ασβεστίου στα οστά, ίσως γιατί ο πληθυσμός παρουσίαζε διακυμάνσεις στην πρόσληψη ασβεστίου, η οποία ήταν ήδη αυξημένη.
Η εμμηναρχή στα κορίτσια και η ηλικία έναρξης της εμμηναρχής στις ενήλικες γυναίκες αποτέλεσαν θετικό παράγοντα για την κατάσταση της σκελετικής υγείας των γυναικών, σε αντίθεση με τις υπερήλικες. Επιπρόσθετα, η ηλικία της εμμηνόπαυσης δεν παρουσίασε υψηλή επίδραση στο σκελετικό προφίλ.
Τέλος, η αναφερόμενη χρήση αλκοόλ και τσιγάρων ήταν χαμηλή για τον πληθυσμό και στα δύο φύλα και δεν αποτέλεσε παράγοντα κινδύνου που να σχετίζεται σημαντικά με τις παραμέτρους της οστικής υγείας. Σε αντίθεση, σε παρόμοιες έρευνες βρέθηκε σημαντική αρνητική επίδραση του καπνίσματος και θετική της κατανάλωσης αλκοόλ στη σκελετική υγεία. Επίσης, πρέπει να τονιστεί το γεγονός ότι οι μέσες τιμές κατανάλωσης αλκοόλ και καπνίσματος σε διάφορους πληθυσμούς ήταν αρκετά υψηλότερες από αυτές του δικού μας πληθυσμού.
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα αποτελέσματα, τα οποία προέκυψαν από την παρούσα έρευνα για τον Ελληνικό πληθυσμό με βάση τις μετρήσεις της μεθόδου των ποσοτικών υπερήχων, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως συγκριτικά στοιχεία με άλλους πληθυσμούς. Θα μπορούσαν επίσης, να βοηθήσουν στη γρήγορη και ανώδυνη εκτίμηση των ατόμων και των δύο φύλων, τα οποία βρίσκονται σε κίνδυνο εμφάνισης κατάγματος. Επιπλέον, οι μετρήσεις και των δύο πλευρών (αριστερή και δεξιά πτέρνα), ίσως να είναι απαραίτητες για τη βέλτιστη αξιολόγηση του οστικού προφίλ και της σωστής ταξινόμησης των ατόμων σχετικά με τον κίνδυνο εμφάνισης κατάγματος. Τέλος, καθώς κάποιοι παράγοντες κινδύνου, όπως ο ΔΜΣ και η φυσική δραστηριότητα βρέθηκαν να επηρεάζουν σημαντικά την οστική υγεία στον Ελληνικό πληθυσμό, καθίσταται αναγκαίο να συνυπολογιστούν στις μεθόδους πρόληψης της οστεοπόρωσης στο γενικό πληθυσμό.