Περίληψη:
Τα ποσοστά υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών ανά τον κόσμο ολοένα και αυξάνονται. Την κρισιμότητα της κατάστασης φανερώνει η εμφάνιση του προβλήματος και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αν και ο διαφορετικός τρόπος διεξαγωγής των μελετών κάνει δύσκολη την διεξαγωγή συμπερασμάτων για τον επιπολασμό της παχυσαρκίας στην Ελλάδα, είναι εμφανής η παρουσία της νόσου και στη χώρα μας.
Ο αυξημένος επιπολασμός της παιδικής παχυσαρκίας, οι αρνητικές επιπτώσεις που αυτή έχει στην υγεία των παιδιών, η πιθανότητα τα παιδιά αυτά να γίνουν παχύσαρκοι ενήλικες καθώς και τα αποθαρρυντικά αποτελέσματα από τη θεραπεία της παχυσαρκίας των ενηλίκων, κάνουν επιτακτική την παρέμβαση για την αντιμετώπιση της παιδικής παχυσαρκίας. Δεδομένου των πολλαπλών περιβαλλοντικών επιρροών που ευνοούν στη σύγχρονη εποχή την αύξηση του σωματικού βάρους των παιδιών, συστήνεται από ειδικούς φορείς η παρέμβαση σε τέσσερις τομείς: διατροφικές συνήθειες, φυσική δραστηριότητα, τροποποίηση συμπεριφορών και συμμετοχή της οικογένειας.
Σκοπό της παρούσας μελέτης αποτελεί η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων ενός προγράμματος διαχείρισης βάρους σε υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά ηλικίας 7-11 ετών. Στους επιμέρους στόχους του προγράμματος περιλαμβάνεται η τροποποίηση της διαιτητικής συμπεριφοράς και των συνηθειών φυσικής δραστηριότητας των παιδιών, η διατήρηση βάρους ή η μείωση όπου ενδείκνυται καθώς και η διερεύνηση του ρόλου του γονέα, με τα παιδιά να χωρίζονται σε δύο θεραπευτικές ομάδες. Στην πρώτη ο γονέας έχει ρόλο συμβατικό και στη δεύτερη ο ρόλος του είναι βοηθητικός.
Για τη διεξαγωγή της μελέτης υπάρχει συνεργασία του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου με την Παιδιατρική και Παιδοψυχιατρική Κλινική του Νοσοκομείου Παίδων «Η Αγία Σοφία». Πριν την έναρξη του κυρίως θεραπευτικού προγράμματος πραγματοποιείται μια συνεδρία πλήρους αξιολόγησης της κατάστασης των παιδιών και ακολουθούν 11 συνολικά θεραπευτικές συνεδρίες, διεξαγόμενες σε εβδομαδιαία βάση. Οι συνεδρίες πραγματοποιούνται σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο του Εργαστηρίου Διατροφής και Κλινικής Διαιτολογίας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου. Σε κάθε συνεδρία τίθεται από το παιδί ένας στόχος διατροφής και ένας φυσικής δραστηριότητας, τους οποίους καλείται να εκπληρώσει. Ανά δύο θεραπευτικές συνεδρίες πραγματοποιούνται εποπτείες από ψυχιάτρους με σκοπό τη βελτίωση της θεραπευτικής σχέσης. Μετά το τέλος της τρίμηνης παρέμβασης ακολουθούν έξι μηνιαίες και 2 εξάμηνες συναντήσεις (follow-up).
Είκοσι παιδιά ολοκλήρωσαν την τρίμηνη εντατική θεραπεία και δεκαεφτά έφτασαν μέχρι τους έξι μήνες παρακολούθησης. Τα συμμετέχοντα παιδιά είχαν τουλάχιστον έναν γονέα υπέρβαρο και σχεδόν τα μισά από αυτά είχαν ασχοληθεί στο παρελθόν με δίαιτες αδυνατίσματος. Μεταξύ των δύο πειραματικών ομάδων δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές, παρά μόνο στη κατανάλωση τροφής λόγω εσωτερικών ερεθισμάτων. Οι δύο ομάδες εμφάνισαν στη διάρκεια της μελέτης μια τάση μείωσης στο ποσοστό υπέρβαρου και παχύσαρκου, στο χρόνο παρακολούθησης τηλεόρασης και στη κατανάλωση τροφής λόγω εξωτερικών ερεθισμάτων. Το ποσοστό των παιδιών που κατανάλωναν περισσότερα από δύο σνακ την ημέρα μειώθηκε στη διάρκεια της μελέτης, ενώ μείωση παρατηρήθηκε με την πάροδο του χρόνου και στο ποσοστό επίτευξης των διατροφικών στόχων (πλήρες πρωινό γεύμα, είδος σνακ στο σχολείο). Τα παιδιά και των δύο ομάδων αύξησαν το χρόνο ενασχόλησης τους με κάποια φυσική δραστηριότητα.
Ο μικρός αριθμός του δείγματος και η όχι ‘έντονη’ διαφοροποίηση των δύο ομάδων ως προς το ρόλο του γονέα, πιθανόν να ευθύνονται για τις μη σημαντικές διαφορές μεταξύ των πειραματικών ομάδων. Παρόλα αυτά, δεν αναιρείται η χρησιμότητα του παρεμβατικού προγράμματος, που βασισμένο στη γνωσιακή συμπεριφοριστική θεωρεία, προάγει την απαραίτητη για μακροπρόθεσμη επιτυχία, αλλαγή συμπεριφορών διατροφής και φυσικής δραστηριότητας. Η μελλοντική σύγκριση των πειραματικών ομάδων με ομάδα παιδιών που δεν υφίστανται παρέμβαση (ομάδα ελέγχου), θα αποδείξει τη σπουδαιότητα της παρέμβασης.