Περίληψη:
Σκοπός: Η χαμηλή διαιτητική πρόσληψη ασβεστίου και βιταμίνης D εμπλέκεται σημαντικά ως μέρος της αιτιολογίας που οδηγεί στην οστεοπόρωση. Ο σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να αξιολογήσει τις αλλαγές σε βιοχημικούς δείκτες οστικού μεταβολισμού, σε ασβεστιορυθμιστικές ορμόνες, σε αυξητικούς παράγοντες, στην οστική πυκνότητα διαφόρων οστικών περιοχών και σε παραμέτρους οστικής υπερηχομετρείας στη πτέρνα μετά από πρόγραμμα διατροφικής παρέμβασης διάρκειας ενός έτους σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.
Σχεδιασμός: Τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη μελέτη παρέμβασης (Randomized Controlled Trial).
Υλικά και Μέθοδοι: Ένα ομοιογενές δείγμα 101 φαινομενικά υγιών μετεμμηνοπαυσιακών (55-65 ετών) τυχαιοποιήθηκε σε 3 ομάδες: σε μία ομάδα διατροφικής παρέμβασης (ΟΔ: n=39) οι οποίες έλαβαν συνολική ποσότητα 1200 mg ασβεστίου και 7,5 μg βιταμίνης D3 ημερησίως μέσω εμπλουτισμένων γαλακτοκομικών (γάλα και γιαούρτι); σε μία ομάδα παρέμβασης στις οποίες χορηγήθηκε μέσω συμπληρώματος επιπλέον ποσότητα 600 mg ασβεστίου την ημέρα (ΟΑ: n=36) και σε μία ομάδα ελέγχου (ΟΕ: n= 26). Εκτιμήθηκαν αλλαγές σε δείκτες οστικής εναλλαγής [Οστεοκαλσίνη και Καρβοξυτελικό Διασταυρούμενο Τελοπεπτίδιο του Κολλαγόνου Τύπου I (CTX-Ι)], σε ασβεστιορυθμιστικές ορμόνες [Παραθορμόνη (PTH), 25-υδρόξυ-βιταμίνη-D3 (25-OH-D3)], σε αυξητικούς παράγοντες [Ινσουλινομιμητικός Αυξητικός Παράγοντας τύπου I (IGF-I)] (Έναρξη, 5 και 12 μήνες παρέμβασης), στην οστική πυκνότητα που προέκυψε από απορροφησιομετρία διπλής ενέργειας ακτίνων X (DXA) και σε παραμέτρους οστικής υπερηχομετρείας στη πτέρνα (Δείκτες QUS) (Έναρξη και 12 μήνες παρέμβασης). Η αξιολόγηση της ελεγχόμενης υπόθεσης έγινε με τη χρήση της «Ανάλυσης Διακύμανσης Πολλαπλών Μετρήσεων (Repeated measures ANOVA)».
Αποτελέσματα: Στους 5 και 12 μήνες παρέμβασης η διαιτητική πρόσληψη ασβεστίου ήταν υψηλότερη για τις ομάδες ΟΔ και ΟΑ σε σύγκριση με την ομάδα ΟΕ (p<0,001), ενώ η διαιτητική πρόσληψη βιταμίνης D ήταν ψηλότερη για την ομάδα ΟΔ, σε σχέση με τις ομάδες ΟΑ και ΟΕ (p<0,001). Η εκτίμηση των αλλαγών στα επίπεδα δεικτών οστικής εναλλαγής ορού αίματος έδειξε υψηλότερη μείωση του CTx για την ομάδα ΟΔ, σε σύγκριση με τις άλλες δύο ομάδες (p=0,047) κυρίως κατά τους πρώτους 5 μήνες παρέμβασης. Αναφορικά με τις αλλαγές στα επίπεδα ορού αίματος των ασβεστιορυθμιστικών ορμονών για την ομάδα ΟΔ παρατηρήθηκε χαμηλότερη μείωση των επιπέδων της 25(OH)D3 κατά τους 5 πρώτους μήνες παρέμβασης και μία υψηλότερη αύξηση κατά τους 12 μήνες, σε σχέση με τις ομάδες ΟΑ και ΟΕ (p=0,050), ενώ για την ομάδα ΟΕ παρατηρήθηκε μία υψηλότερη αύξηση των επιπέδων της PTH κατά τους 5 και 12 μήνες παρέμβασης σε σύγκριση με τις ομάδες ΟΔ και ΟΑ (p=0,035). Κατά τους 12 μήνες παρέμβασης για την ομάδα ΟΔ παρατηρήθηκε υψηλότερη αύξηση της οστικής πυκνότητας των οστών της λεκάνης (p=0,026), της συνολικής σπονδυλικής στήλης (p=0,019) και του ολικού σώματος (p=0,014), σε σύγκριση με τις ομάδες ΟΑ και ΟΕ. Επιπλέον, παρατηρήθηκε μια σημαντική αύξηση της οστικής πυκνότητας της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης (Ο2-Ο4) στους 12 μήνες παρέμβασης μόνο για την ομάδα ΟΔ (+2,02%, p=0,042), η οποία όμως δεν βρέθηκε να διαφέρει στατιστικά σημαντικά με τις αλλαγές που παρατηρήθηκαν στις δύο άλλες ομάδες. Τέλος, δεν βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στις αλλαγές που παρατηρήθηκαν κατά τους 12 μήνες της παρέμβασης στους δείκτες QUS.
Συμπέρασμα: Τα ευρήματα της παρούσας μελέτης έδειξαν ότι μετά από πρόγραμμα διατροφικής παρέμβασης διάρκειας 12 μηνών σε φαινομενικά υγιείς μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, οι οποίες έλαβαν ημερησίως 1200 mg ασβεστίου και 7,5 μg βιταμίνης D μέσω εμπλουτισμένων γαλακτοκομικών προϊόντων, παρατηρήθηκαν ευνοϊκές μεταβολές σε βιοχημικούς δείκτες οστικού μεταβολισμού (CTx-I, 25(OH)D, PTH, IGF-1) και στην οστική πυκνότητα των οστών της λεκάνης, της συνολικής σπονδυλικής στήλης και του ολικού σώματος, σε σχέση με τις γυναίκες που έλαβαν ένα επιπλέον συμπλήρωμα 600 mg ασβεστίου και τις γυναίκες της ομάδας ελέγχου.