Περίληψη:
Η εκπαίδευση θεωρείται ως η ισχυρότερη κοινωνική λειτουργία και για το λόγο αυτό, βασικός στόχος όλων των ανεπτυγμένων κοινωνιών, επομένως και της Ελλάδας, είναι η παροχή ίσων ευκαιριών για ελεύθερη πρόσβαση σε όλες τις βαθμίδες και κατηγορίες εκπαίδευσης. Η γενίκευση της δωρεάν παιδείας σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης και σε όλα τα κρατικά εκπαιδευτήρια συνετέλεσε στην αύξηση του αριθμού των εκπαιδευόμενων από τη προσχολική ως και την πανεπιστημιακή φοίτηση στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα.
Ωστόσο, υπάρχει και η ιδιωτική εκπαίδευση, η οποία τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται ταχύτατα για πολλούς και πολυδιάστατους λόγους. Το γεγονός ότι συχνά η ιδιωτική εκπαίδευση είναι σε θέση να διαγνώσει πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά, σε σύγκριση με τη δημόσια εκπαίδευση, τις νέες ανάγκες αλλά και να καλύψει τα μεγάλα κενά της δεύτερης, οδηγεί ολοένα και περισσότερους μαθητές στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια.
Η τεράστια και ταχύτατη πρόοδος που έχουν σημειώσει πολλές επιστήμες τα τελευταία χρόνια έχει παραγάγει νέα και σύγχρονη γνώση, ενώ οι σύγχρονες κοινωνικές απαιτήσεις έχουν δημιουργήσει καινούριες γνωστικές αναγκαιότητες. Είναι, λοιπόν, απαραίτητο το σχολείο να αναλάβει να διδάξει τους νέους ανθρώπους, να τους καταστήσει ικανούς να ανταποκριθούν στις σύγχρονες κοινωνικοοικονομικές, πολιτιστικές και πολιτικές απαιτήσεις, προς όφελος ολόκληρου του κοινωνικού συνόλου.
Βέβαια, για να παραχθούν αυτές οι εκπαιδευτικές υπηρεσίες θα πρέπει οι εργαζόμενοι στην εκπαίδευση (ανεξαρτήτως του τύπου ή της βαθμίδος εκπαιδεύσεως), δηλαδή οι εκπαιδευτικοί, να είναι πλήρως ενημερωμένοι και κυρίως καταρτισμένοι, στο αντικείμενό τους και να γνωρίζουν όλες τις μεθόδους και μορφές διδασκαλίας ώστε να μεγιστοποιείται η μαθησιακή απόδοση των μαθητών. Επιβάλλεται δηλαδή η διδασκαλία να είναι μεθοδική και αποτελεσματική.
Στα σχολεία έχει δοθεί επί αιώνες ο βασικός ρόλος να είναι θεματοφύλακες του παρελθόντος και να μεταδίδουν την πολιτισμική παράδοση. Αυτός ο ρόλος παραμένει ασφαλώς πολύ σημαντικός. Σε αυτό όμως το ρόλο πρέπει να προστεθεί επειγόντως και η αποστολή να προπαρασκευάζουν τις νέες γενιές να ζουν σε ένα κόσμο που υφίσταται ραγδαία μεταμόρφωση, όπου η γνώση αναπτύσσεται με ταχύτατο ρυθμό και γρήγορα χάνει την επικαιρότητά της και σε μια εποχή που η τεχνολογική ανάπτυξη παρουσιάζει εξαιρετικά μεγάλη πρόοδο. Πρόκειται για μια εποχή στην οποία οι νέοι χρειάζονται νέες δεξιότητες, οι κοινωνικές συνθήκες διαφοροποιούνται σχεδόν συνεχώς και οι αξίες αμφισβητούνται, επανεξετάζονται, μεταβάλλονται και αποσαφηνίζονται.
Τα σχολεία θα επιτύχουν αν τα ίδια δέχονται και παρατηρούν ό,τι συμβαίνει γύρω τους και λαμβάνουν υπόψη τις φιλοδοξίες και τις ανάγκες των μαθητών. Πρέπει να διαθέτουν δυναμισμό και δημιουργικότητα στο χειρισμό των απαιτήσεων και των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν, αλλά επίσης (εφόσον αυτό είναι μέρος της πραγματικότητας της σχολικής ζωής) και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν την αδιαφορία και την αποτυχία από την πλευρά των αρχών και της τοπικής κοινότητας. Πρέπει επίσης να είναι δυναμικά και δημιουργικά όταν αντιμετωπίζουν ειδικά προβλήματα της τοπικής κοινότητας και ιδιαίτερα όταν τους ζητείται να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες κάθε μαθητή εξατομικευμένα.
Η εκπαίδευση μπορεί να αναπτυχθεί μόνο εφόσον λαμβάνει υπ΄ όψη αυτούς τους παράγοντες. Με τέτοια αφετηρία και ξεπερνώντας αυτές τις συγκρούσεις κάθε άτομο μπορεί να αναπτύξει τη δική του εκπαιδευτική εμπειρία. Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί μεγάλη συζήτηση γύρω από την ιδέα της ¨ποιότητας¨ στην παιδεία. Είναι μια κάπως συγκεχυμένη έννοια, γι΄ αυτό θα ήταν προτιμότερο να αντικατασταθεί με τον όρο αποτελεσματικότητα. Η πραγματική ποιότητα των σχολείων θεμελιώνεται πάνω στον τρόπο με τον οποίο εκπληρώνουν την αποστολή τους μέσα στις ιδιαίτερες συνθήκες που λειτουργούν.
Στην εργασία αυτή γίνεται προσπάθεια να εντοπιστούν κυρίως τα σημεία στα οποία υπερτερεί η δημόσια ή η ιδιωτική εκπαίδευση, όσον αφορά τις μορφές διδασκαλίας που χρησιμοποιούν, αλλά και να προσδιοριστεί το προφίλ των εργαζομένων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και πιο συγκεκριμένα στα γυμνάσια.
Οι στόχοι της εργασίας αυτής, πιο συγκεκριμένα, είναι να προσδιοριστούν τα χαρακτηριστικά των εκπαιδευτικών που εργάζονται τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική εκπαίδευση, οι βασικές μορφές διδασκαλίας που χρησιμοποιούν, η υποδομή και των δύο κατηγοριών σχολείων για τη χρησιμοποίηση εποπτικών μέσων διδασκαλίας και οι λόγοι για τους οποίους οι εκπαιδευτικοί χρησιμοποιούν τα εποπτικά μέσα διδασκαλίας ή όχι.
Επιπρόσθετα, στόχος ήταν να διερευνηθεί η χρήση παραδοσιακών ή εναλλακτικών μορφών διδασκαλίας, η αξιοποίηση των «Σχεδίων εργασίας-Projects», να εντοπιστούν, επίσης, οι δυσκολίες επικοινωνίας που αντιμετωπίζουν οι καθηγητές και στους δύο τύπους σχολείων με τους πολιτισμικά και γλωσσικά διαφορετικούς μαθητές και τέλος να προσδιοριστούν οι τρόποι με τους οποίους οι γονείς θα μπορούσαν να συμμετέχουν αποτελεσματικότερα στα πλαίσια της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Λέξεις-κλειδιά:
Διδασκαλία, εκπαίδευση, ιδιωτικά σχολεία, Λάρισα