Περίληψη:
Σκοπός : Ως σκοπός της μελέτης τέθηκε η διερεύνηση και αξιολόγηση των χαρακτηριστικών της δίαιτας σε δείγμα ενηλίκων, το οποίο κατηγοριοποιήθηκε σε φαινοτύπους μεταβολικής υγείας, ώστε να αποφανθεί η τελική συνεισφορά της διατροφής στην εμφάνιση του εκάστοτε φαινοτύπου.
Μεθοδολογία : Συνολικά μελετήθηκε δείγμα 2704 ενήλικων ατόμων (41.7 ± 7.4 έτη, άνδρες: 35%), ως μέρος του πληθυσμού της πολυκεντρικής μελέτης Feel4Diabetes. Οι συμμετέχοντες κατατάχθηκαν σε τέσσερις φαινοτύπους μεταβολικής υγείας (MHNO, MUNO, MHO, MUO), με συνδυαστικά κριτήρια τη μεταβολική υγεία (ΜΗ vs MU) και την παχυσαρκία (O vs NO). Η παχυσαρκία ορίσθηκε ως BMI ≥ 30kg/m², ενώ, το μεταβολικά υγιές προφίλ ορίσθηκε με πέντε διαθέσιμους ορισμούς (1. Άνευ ΜΣ, 2. Άνευ συνιστωσών ΜΣ, 3. ΗΟΜΑ-IR ≤ Q₃, 4. ΗΟΜΑ-IR ≤ Q₂ 5. Άνευ συνιστωσών ΜΣ και HOMA-IR ≤ Q₂). Η ποιότητα της δίαιτας αξιολογήθηκε με το διατροφικό δείκτη F4D-HDS (εύρος 0-100). Ο επιπολασμός και η σταθερότητα των φαινοτύπων προσδιορίστηκαν με κατανομή συχνοτήτων. Εφαρμόσθηκαν αναλύσεις διακύμανσης και κατά ζεύγη συγκρίσεις για την αξιολόγηση της δίαιτας (βάσει F4D-HDS) μεταξύ φαινοτύπων (αρχικοί φαινότυποι, σταθεροί vs μεταβλητοί φαινότυποι). Η επίδραση της δίαιτας στην έλλειψη μεταβολικής υγείας ελέγχθηκε για τα παχύσαρκα και μη άτομα, συγχρονικά με λογιστική παλινδρόμηση και προοπτικά με γενικευμένο γραμμικό μοντέλο.
Αποτελέσματα : Ως προς τη συχνότητα εμφάνισης των φαινοτύπων μεταβολικής υγείας, ο επιπολασμός ανά φαινότυπο προσδιορίστηκε ως εξής : ΜΗΝΟ από 12.3% (Ορ.2) έως 54.8% (Ορ.3), ΜUNO από 8.1% (Ορ.3) έως 50.4% (Ορ.2), ΜΗΟ από 0.0% (Ορ.2,5) έως 20.2% (Ορ.3), MUO από 16.9% (Ορ.3) έως 46.6% (Ορ.5). Ακολούθως, σύμφωνα με την πλειοψηφία των αναλύσεων διακύμανσης (ανά ορισμό), η ποιότητα της δίαιτας (F4D-HDS, M.T.) : i) διέφερε στα μη παχύσαρκα άτομα (ΜΗΝΟ>MUNO, p<0.05: 3/5 Ορ.), αλλά όχι στα παχύσαρκα άτομα (MUO vs MHO, p>0.05: 3/3 Ορ.), ii) δε διέφερε στα μεταβολικά υγιή άτομα μεταξύ τους (MHNO vs MHO, p>0.05: 2/3 Ορ.), ούτε στα μεταβολικά μη υγιή άτομα μεταξύ τους (MUNO vs MUO, p>0.05: 4/5 Ορ.), iii) διέφερε στους “συμβατικούς” φαινοτύπους (MHNO>MUO, p<0.05: 5/5 Ορ.), αλλά όχι στους “παράδοξους” (MUNO vs MHO, p>0.05: 3/3 Ορ.). Η διετής σταθερότητα των φαινοτύπων προσδιορίστηκε κατά φθίνουσα σειρά: MUO 84.0%, ΜΗΝΟ 77.3%, MUNO 52.6% και MUO 42.4%. Για όλους τους φαινοτύπους, η ποιότητα της δίαιτας αναδείχθηκε συγκρίσιμη (p>0.05) στους σταθερούς και μεταβλητούς φαινοτύπους. Τέλος, ελέγχοντας την επίδραση της δίαιτας στον κίνδυνο έλλειψης μεταβολικής υγείας, έπειτα από διόρθωση για την ηλικία, το φύλο και την εκπαίδευση, η λογιστική παλινδρόμηση υπέδειξε συγχρονικά ήπια προστατευτική δράση άνευ στατιστικής σημασίας για τα παχύσαρκα και μη άτομα (ΣΛ<1, p>0.05). Το γενικευμένο γραμμικό μοντέλο υπέδειξε ότι, στη διάρκεια του χρόνου, η προστατευτική δράση της δίαιτας παραμένει μη σημαντική στα μη παχύσαρκα άτομα (ΣΛ: 0.993, p=0.380), αλλά γίνεται στατιστικά σημαντική στα παχύσαρκα άτομα (ΣΛ: 0.971, p=0.043).
Συμπεράσματα : Ο επιπολασμός των φαινοτύπων μεταβολικής υγείας εμφανίζει υψηλή ετερογένεια ανάλογα με τα κριτήρια ορισμού της μεταβολικής υγείας. Η σταθερότητα στο χρόνο είναι υψηλή για τους συμβατικούς φαινοτύπους (MHNO, MUO) και χαμηλή για τους παράδοξους (MUNO, ΜΗΟ), που ενδεχομένως αντιπροσωπεύουν προσωρινές καταστάσεις. Η δίαιτα δε διαφαίνεται να συμβάλει στη σταθερότητα των φαινοτύπων. Επιπρόσθετα για τη δίαιτα, στα
παχύσαρκα άτομα, η ποιότητα της δίαιτας είναι συγκρίσιμη μεταξύ μεταβολικά υγιών και μη ατόμων, ενώ, η βελτίωση της ποιότητας της δίαιτας μειώνει στατιστικά σημαντικά τον κίνδυνο έλλειψης μεταβολικής υγείας στη διάρκεια του χρόνου. Οι εν λόγω παρατηρήσεις αντιστρέφονται για τα μη παχύσαρκα άτομα. Σε κάθε περίπτωση, απαιτούνται περισσότερες προοπτικές μελέτες για τα χαρακτηριστικά της δίαιτας στο εύρος των φαινοτύπων μεταβολικής υγείας.