Περίληψη:
Τα τελευταία χρόνια είναι εμφανής ο συνεχής μετασχηματισμός των καταναλωτικών προτύπων στις διάφορες κοινωνίες, με την ιδιωτική κατανάλωση να αποτελεί το πιο σημαντικό συστατικό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος σε μία οικονομία. Εξαιτίας αυτού στις μέρες μας, η επιστημονική κοινότητα έχει μετατοπίσει το ενδιαφέρον της στην ανάλυση και στην ερμηνεία των παραμέτρων προσδιορισμού της καταναλωτικής συμπεριφοράς. Ιδίως μετά και το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, το ερευνητικό αυτό ενδιαφέρον αυξάνεται συνεχώς τόσο ανάμεσα στους ακαδημαϊκούς όσο και στους πολιτικούς κύκλους.
Ο σκοπός της παρούσας διατριβής είναι διττός, και εξετάζεται σε μακροοικονομικό αλλά και σε μικροοικονομικό επίπεδο. Πιο συγκεκριμένα, από τη μία όψη, επιχειρείται η ερμηνεία και η ανάλυση των επιδράσεων (πολλαπλασιαστής) της δημοσιονομικής προσαρμογής στην ιδιωτική κατανάλωση σε επίπεδο χωρών της Ευρωζώνης ενώ ταυτόχρονα εξετάζεται και ο βαθμός της συμπεριφορικής αντίδρασης των καταναλωτών στην πολιτική αυτή. Από την άλλη μεριά, εξετάζεται η ευρύτερη καταναλωτική συμπεριφορά ως προς συγκεκριμένες δράσεις των οικονομικών μονάδων. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται στην ερμηνεία για την επίδραση των μέτρων λιτότητας στην ελληνική οικονομία για τις οικονομικές περιόδους 2010 και 2011. Η βάση του ερευνητικού ερωτήματος στηρίζεται στις δύο θεμελιώδεις θεωρίες σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική, ήτοι, την κεϋνσιανή και τη ρικαρντιανή αντίληψη. Σύμφωνα με την πρώτη θεωρία, μία μείωση της φορολογίας ή μία αύξηση των δημοσίων δαπανών επιφέρει αύξηση των εισοδημάτων και της κατανάλωσης. Παράλληλη θεώρηση του κεϋνσιανού υποδείγματος είναι και η υπόθεση των δίδυμων ελλειμμάτων. Μία δημοσιονομική χαλάρωση με άμεσο αποτέλεσμα την αύξηση του ελλείμματος (ή μείωση του πλεονάσματος) οδηγεί ταυτόχρονα και στην επιδείνωση του ελλείμματος των τρεχουσών συναλλαγών. Αντιθέτως, οι υποστηρικτές του ρικαρντιανού θεωρήματος ισχυρίζονται ότι η προαναφερόμενη οικονομική πολιτική επιφέρει αύξηση μόνο της αποταμίευσης (precautionary savings) στηριζόμενοι στο γεγονός ότι οι καταναλωτές προσδοκούν και προβλέπουν μία μελλοντική δημοσιονομική προσαρμογή για τη μείωση των ελλειμμάτων, και έτσι δεν εκλαμβάνουν τη μείωση της φορολογίας ως επιπρόσθετο εισόδημα.
Σε επίπεδο μακροοικονομικής ανάλυσης, η οικονομετρική μεθοδολογία βασιζόμενη στα υποδείγματα των σταθερών επιδράσεων (fixed-effects estimator) και των Arellano-Bond υποδειγμάτων, στηρίχτηκε στην ανάλυση ετήσιων δεδομένων για 12 χώρες της Ευρωζώνης (Αυστρία, Βέλγιο, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ιρλανδία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία) από το 1980 έως το 2012. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η δημοσιονομική προσαρμογή έχει οδηγήσει σε μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Μάλιστα εκτιμήθηκε ότι μία μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή ως προς το διαρθρωτικό έλλειμμα (πλεόνασμα)-structural balance (υψηλότερη του 2,5% ως ποσοστό του δυνητικού ΑΕΠ-potential GDP) ασκεί περεταίρω μία ασύμμετρη αρνητική επίδραση στο ρυθμό ιδιωτικής κατανάλωσης για το σύνολο των οικονομιών του δείγματος. Ιδιαίτερα για την Ελλάδα, η επίδραση των μέτρων λιτότητας έχει επιφέρει πολύ υψηλότερη πτώση στο ρυθμό ιδιωτικής κατανάλωσης των οικονομικών μονάδων. Έτσι, εκτιμάται ότι τα αποτελέσματα αυτά, υποστηρίζουν την κεϋνσιανή θεωρία κατά την οποία ο περιορισμός του ελλείμματος οδηγεί σε πτώση της οικονομικής δραστηριότητας και της ιδιωτικής κατανάλωσης. Επιπρόσθετα, επιβεβαιώνεται η αρνητική σχέση τόσο της μεταβλητότητας (volatility) των κρατικών εσόδων όσο και του ύψους του ποσοστού της ανεργίας με το ρυθμό της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Σε επίπεδο μικροοικονομικής ανάλυσης, ο σκοπός της παρούσας διατριβής προσανατολίζεται στον προσδιορισμό των παραγόντων που επηρεάζουν τις καταναλωτικές αποφάσεις σχετικά με το ρυθμό ιδιωτικής αποταμίευσης, το βαθμό αντίδρασης των καταναλωτών στο πρώτο πακέτο μέτρων για την Ελλάδα του 2011, και στο ύψος της κατανάλωσης των οικονομικών μονάδων σχετικά με τη διατροφή, τη θέρμανση και την ψυχαγωγία. Για την επίτευξη του συγκεκριμένου σκοπού, χρησιμοποιήθηκε δείγμα 800 καταναλωτών από την Αθήνα και την Κρήτη στο οποίο διανεμήθηκε ερωτηματολόγιο το οποίο συμπληρώθηκε κατά την περίοδο Αύγουστος – Νοέμβριος 2011. Για την σύνταξη του ερωτηματολογίου αλλά και τη μεθοδολογική προσέγγιση των δεδομένων, αξιοποιήθηκε πλήθος προγενέστερων μελετών σχετικά με την καταναλωτική συμπεριφορά των οικονομικών μονάδων σε μικροοικονομικό κυρίως επίπεδο. Για την επεξεργασία των δεδομένων εκτιμήθηκαν υποδείγματα πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης (OLS), υποδείγματα επιλογής (Probit), λογιστικά υποδείγματα (Logit, Ordered-Logit), μοντέλα μέγιστης πιθανοφάνειας (Tobit) και υποδείγματα ισομερών παλινδρομήσεων (Quantile regressions).
Οι καταναλωτές με υψηλότερο εισόδημα και οι καταναλωτές οι οποίοι ήταν υπέρμαχοι της πολιτικής συναίνεσης για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων, εκτιμήθηκε ότι είναι και περισσότερο θετικοί στην ψήφιση των μέτρων λιτότητας του 2011. Αντίθετα, οι δημόσιοι υπάλληλοι οι άγαμοι, οι νέοι ηλικιακά, οι άνεργοι, οι καταναλωτές οι οποίοι δήλωσαν ότι η προηγούμενη οικονομική χρονιά ήταν χειρότερη από την αναμενόμενη και οι καταναλωτές που υποστηρίζουν ότι η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας ήταν καλύτερη πριν την είσοδο στην Ευρωζώνη, εμφανίζονται να είναι λιγότερο θετικοί στα προαναφερθέντα μέτρα.
Η ιδιωτική αποταμίευση, αποτελεί βασικό κομμάτι της καταναλωτικής συμπεριφοράς που χρίζει ιδιαίτερου ενδιαφέροντος. Από την εκτίμηση των οικονομετρικών υποδειγμάτων, προέκυψε ότι οι καταναλωτές υψηλότερων εισοδηματικών κλιμακίων, έχουν αυξημένες αποταμιεύσεις αλλά και υψηλότερη πιθανότητα για αποταμίευση. Επίσης οι άνδρες, οι καταναλωτές με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο, οι άγαμοι αλλά και οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, εμφανίζονται με υψηλότερες αποταμιεύσεις και με υψηλότερες πιθανότητες θετικών αποταμιεύσεων γενικότερα. Επιπρόσθετα, ο προηγούμενος ρυθμός αποταμίευσης επιδρά θετικά στο ύψος της τρέχουσας αποταμίευσης. Θετική επίδραση στο ύψος της αποταμίευσης ασκεί και η αβεβαιότητα που πηγάζει από το συνεχώς αυξανόμενο κόστος ζωής και δανεισμού των καταναλωτών (precautionary savings). Αντίθετα, η κακή οικονομική κατάσταση που οδηγεί τους καταναλωτές να ζητήσουν βοήθεια από κάποιον εξωτερικό φορέα, το πρόβλημα της ανεργίας αλλά και η ανικανότητα αποπληρωμής μέρους των χρεών των καταναλωτών επηρεάζουν αρνητικά το ύψος της αποταμίευσης.
Οι δαπάνες για διατροφή αποτελούν μία από τις κύριες κατηγορίες δαπανών για ένα νοικοκυριό. Συγκεκριμένα για την Ελλάδα, αποτελεί την βασικότερη καταναλωτική δαπάνη του οικογενειακού προϋπολογισμού βάσει της στατιστικής υπηρεσίας .Τα αποτελέσματα της παρούσας διατριβής έδειξαν ότι οι καταναλωτές με υψηλότερα εισοδήματα, οι γυναίκες, οι συνταξιούχοι και οι καταναλωτές οι οποίοι δηλώνουν ότι το υψηλό κόστος ανατροφής των παιδιών επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την καταναλωτική τους συμπεριφορά, δαπανούν και υψηλότερο ποσοστό από το σύνολο των δαπανών τους στη διατροφή. Ωστόσο, η επίδραση της αύξησης του εισοδήματος δεν φαίνεται να είναι γραμμική υπαγορεύοντας την πιθανή ισχύ του νόμου του Engel. Οι καταναλωτές με χαμηλά εισοδήματα που δαπανούν λιγότερα χρήματα στο σύνολό τους, καταναλώνουν μεγαλύτερο ποσοστό δαπανών για διατροφή. Οι δημογραφικές και κοινωνικοοικονομικές μεταβλητές αποτελούν επίσης τους κυρίαρχους προσδιοριστικούς παράγοντες για τη μείωση των δαπανών λόγω της περικοπής των εισοδημάτων των καταναλωτών.
Το πετρέλαιο θέρμανσης, αποτελεί άλλη μία κατηγορία εξόδων που έχει κερδίσει το ενδιαφέρον πολλών προγενέστερων βιβλιογραφικών ερευνών. Ειδικότερα για την Ελλάδα, το πετρέλαιο αποτελεί την κατηγορία της καταναλισκόμενης ενέργειας με την μεγαλύτερη ποσοστιαία πτώση ως προς την χρήση από την μεριά των καταναλωτών λόγω της πρόσφατης οικονομικής κρίσης. Έτσι, βάσει των αποτελεσμάτων της παρούσας μελέτης, εκτιμήθηκε ότι το εισόδημα, η ηλικία, το επίπεδο μόρφωσης, η οικογενειακή κατάσταση (έγγαμος/η) το γεωγραφικό μέρος που συνδέεται με διαφορετικό κλίμα, οι αρνητικές προσδοκίες ως προς το διαθέσιμο εισόδημα αλλά και η αβεβαιότητα κυρίως λόγω του αυξημένου κόστους δανεισμού των καταναλωτών, αυξάνουν τόσο τις δαπάνες του νοικοκυριού για πετρέλαιο θέρμανσης όσο και την πιθανότητα για υιοθέτηση εφαρμογών θέρμανσης με χρήση πετρελαίου στην οικία των καταναλωτών οι οποίοι δεν καταναλώνουν μέχρι σήμερα πετρέλαιο θέρμανσης.
Τέλος, η κατηγορία των δαπανών για ψυχαγωγία αποτελεί την κατηγορία με την μεγαλύτερη διαφορά σε σύγκριση με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη. Πιο συγκεκριμένα, μόνο η Ελλάδα μαζί με την Ιταλία και την Τουρκία δαπανούν τα μικρότερα ποσοστά για ψυχαγωγικούς σκοπούς σε σύγκριση με τα υπόλοιπα κράτη (ΕΛΣΤΑΤ, 2013) γεγονός που προσδίδει και έναν χαρακτηρισμό ως προς την ποιότητα ζωής των καταναλωτών των οικονομιών αυτών. Ακόμα, η ψυχαγωγία θεωρείται ένα αγαθό υψηλής ελαστικότητας γεγονός που σημαίνει ότι μία μεταβολή του εισοδήματος επιφέρει πολύ μεγαλύτερη μεταβολή της «κατανάλωσης» ψυχαγωγίας. Το αποτέλεσμα αυτό επιβεβαιώνεται και από τα αποτελέσματα της παρούσας διατριβής. Τέλος, η ανάλυση των παραγόντων για δαπάνες ψυχαγωγίας θεωρείται πρωτότυπη για την περίπτωση της Ελλάδας. Αναλυτικότερα, τα δημογραφικά χαρακτηριστικά όπως το εισόδημα, το φύλο, η ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο, η οικογενειακή κατάσταση αλλά και ψυχολογικοί παράγοντες όπως η διαίσθηση κατά πόσο το εισόδημα είναι επαρκές για την κάλυψη των αναγκών, η ανικανότητα αποπληρωμής χρεών αλλά και η αβεβαιότητα ως προσδιοριστικό παράγοντας της καταναλωτικής συμπεριφοράς, επηρεάζουν σε πολύ σημαντικό βαθμό το ύψος αλλά και το ποσοστό ως προς το μηνιαίο εισόδημα των δαπανών για ψυχαγωγικούς σκοπούς.
Γενικότερα, είναι εμφανής μία πτώση σε μεγάλο βαθμό της ιδιωτικής κατανάλωσης, γεγονός που αποδεικνύεται από την παρούσα διατριβή τόσο σε μακροοικονομικό όσο και σε μικροοικονομικό επίπεδο. Ταυτόχρονα, λόγω της εφαρμογής της δημοσιονομικής προσαρμογής στην Ελλάδα, οι αποταμιεύσεις των καταναλωτών εμφανίζονται αισθητά μειωμένες. Η μελέτη της καταναλωτικής συμπεριφοράς είναι σημαντική για την εφαρμογή και υιοθέτηση της κατάλληλης πολιτικής για την ώθηση της οικονομίας.