Περίληψη:
Εισαγωγή: Η διατροφή έχει φανεί πως διαδραματίζει σημαντικό ρόλο τόσο στην αιτιοπαθογένεια, όσο και στην αντιμετώπιση της νόσου Crohn, μίας υποτροπιάζουσας, φλεγμονώδους νόσου του εντέρου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, για το λόγο αυτό, η αξιολόγηση της κατανάλωσης επεξεργασμένων και υπέρ-επεξεργασμένων τροφίμων, που έχει συσχετιστεί με την εκδήλωση της νόσου, μέσω μηχανισμών που, ακόμη, παραμένουν άγνωστοι. Η ενδεχόμενη επίδραση της πρόσληψης των τροφίμων αυτών σε κλινικές εκβάσεις των ασθενών με νόσο Crohn έχει, ωστόσο, ελάχιστα μελετηθεί.
Σκοπός: Η αποτίμηση της κατανάλωσης επεξεργασμένων και υπέρ-επεξεργασμένων τροφίμων σε ασθενείς με νόσο Crohn και η συσχέτιση αυτής με τα κύρια περιγραφικά χαρακτηριστικά των ασθενών, την ποιότητα της δίαιτας και ορισμένες κλινικές εκβάσεις σε διάστημα παρακολούθησης 6 και 12 μηνών.
Μεθοδολογία: Στη μελέτη συμμετείχαν 250 ασθενείς με νόσο Crohn, στους οποίους πραγματοποιήθηκε λήψη σύντομου ιατρικού ιστορικού, ιστορικού λήψης φαρμάκων και κλινικών εκδηλώσεων της νόσου, αιμοληψία και έμμεση θερμιδομετρία, για τον προσδιορισμό του μεταβολικού ρυθμού ηρεμίας. Επιπλέον, εκτιμήθηκαν ανθρωπομετρικές παράμετροι, όπως το σωματικό βάρος, το ύψος και ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ). Η διαιτητική πρόσληψη αξιολογήθηκε μέσω δύο ανακλήσεων 24ώρου και ενός Ερωτηματολογίου Συχνότητας Κατανάλωσης Τροφίμων (ΕΣΚΤ) και ποιότητα της δίαιτας μέσω δύο διατροφικών δεικτών (MedDietScore και CVD score). Για την αξιολόγηση της κατανάλωσης επεξεργασμένων και υπέρ-επεξεργασμένων τροφίμων χρησιμοποιήθηκε το σύστημα κατηγοριοποίησης NOVA και η διαιτητική πληροφορία από τις ανακλήσεις 24ώρου.
Αποτελέσματα: Συγκριτικά με τα άτομα των οποίων η κατανάλωση τροφίμων κατηγορίας NOVA 3 ήταν στο 1ο-3ο τεταρτημόριο, τα άτομα με την υψηλότερη κατανάλωση (4ο τεταρτημόριο) ήταν μεγαλύτερα σε ηλικία (p=0,012), είχαν υψηλότερο ΔΜΣ (p=0,001) και κατανάλωναν λιγότερες μερίδες φρούτων (p<0,001). Αντίστοιχα, τα άτομα με την υψηλότερη κατανάλωση της κατηγορίας NOVA 4 ήταν νεότερα (p<0,001) συγκριτικά με τα άτομα που ανήκαν στο 1ο-3ο τεταρτημόριο και προσλάμβαναν περισσότερες θερμίδες (p=0,033), δήλωσαν χαμηλότερο ποσοστό κατανάλωσης μονοακόρεστων λιπαρών οξέων (MUFA) (p=0,001), υψηλότερη κατανάλωση κόκκινου κρέατος (p=0,016), αλλαντικών (p=0,010), γλυκών (p=0,009) και αναψυκτικών (p<0,001), χαμηλότερη κατανάλωση φρούτων (p=0,007) και κατά συνέπεια χαμηλότερο CVD score (p=0,031). Σε πολυμεταβλητά μοντέλα, μετά από διόρθωση για ηλικία, φύλο, εντόπιση και ενεργότητα νόσου και ενεργειακή πρόσληψη, η υψηλότερη κατανάλωση τροφίμων NOVA 3 (4ο τεταρτημόριο) συσχετίστηκε με 3,83 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα νοσηλείας [95% ΔΕ 1,533 - 9,577, p = 0,004] και 3,85 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα χειρουργικής επέμβασης [95% ΔΕ 1,068-13,903, p = 0,039] στους 6 μήνες και 4,16 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα λήψης κορτικοστεροειδών [95% ΔΕ 1,090-15,850, p = 0,037] στους 12 μήνες. Σε αντίστοιχα πολυμεταβλητά μοντέλα, η υψηλότερη κατανάλωση τροφίμων της κατηγορίας NOVA 4 συσχετίστηκε με 3,83 φορές αυξημένη πιθανότητα χειρουργικής επέμβασης [95% ΔΕ 1,02 - 14,367, p = 0,047] στους 12 μήνες.
Συζήτηση: Η υψηλότερη κατανάλωση επεξεργασμένων και υπέρ-επεξεργασμένων τροφίμων κατά την ένταξη στη μελέτη συσχετίστηκε με αυξημένη πιθανότητα δυσμενών κλινικών εκβάσεων στους 6 και τους 12 μήνες, με κυριότερη την ανάγκη χειρουργικής επέμβασης, σε σχέση με τη χαμηλότερη κατανάλωση των τροφίμων αυτών.