Περίληψη:
Εισαγωγή: Η πλειοψηφία της υπάρχουσας βιβλιογραφίας αναφέρει πως η σύσταση σε μακροθρεπτικά συστατικά του πρωινού γεύματος, μπορεί να επηρεάσει την πείνα, την επιθυμία για κατανάλωση φαγητού και ενδεχομένως την κατανάλωση φαγητού στα επόμενα γεύματα της ημέρας. Επιπλέον, μπορεί να επηρεάσει κάποιες ορμόνες που σχετίζονται με την όρεξη και τον κορεσμό, όπως είναι η γλυκόζη και η ινσουλίνη. Τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την επίδραση όρεξης έχει στραφεί γύρω από μια ορμόνη, γνωστή ως παράγοντας ινοβλαστών 21 (FGF21) η οποία φαίνεται να επηρεάζει την κατανάλωση μακροθρεπτικών συστατικών.
Σκοπός: Κατά πόσο η σύσταση ενός πρωινού γεύματος είτε πλούσιο σε πρωτεΐνες είτε πλούσιο σε υδατάνθρακές, μπορεί να επηρεάσει την όρεξη, τα επίπεδα γλυκόζης , ινσουλίνης, FGF-21 αλλά και την κατανάλωση φαγητού σε ένα ad libitum γεύμα.
Μεθοδολογία: Στη διπλά τυφλή, διασταυρούμενη μελέτη συμμετείχαν 8 υγιείς άνδρες οι οποίοι συμμετείχαν σε δυο διαφορετικές παρεμβάσεις κατά τις οποίες κλήθηκαν να καταναλώσουν σε συνθήκες νηστείας δυο (2) πρωινά γεύματα με διαφορετική σύσταση σε μακροθρεπτικά συστατικά. Το ένα πρωινό ήταν υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνες (30 γρ.) και το δεύτερο σε υδατάνθρακες (80 γρ.) και καταναλώθηκαν σε τυχαία σειρά σε κάθε παρέμβαση. Πριν την λήψη και για 3 ώρες μετά την κατανάλωση του πρωινού γεύματος, πραγματοποιήθηκαν αιμοληψίες ανά τακτά χρονικά διαστήματα ώστε να εκτιμηθούν οι συγκεντρώσεις γλυκόζης, ινσουλίνης και FGF-21 πλάσματος. Το υποκειμενικό αίσθημα για την πείνα, την επιθυμία για φαγητό, αξιολογήθηκε με υποκειμενικές κλίμακες VAS καθ όλη τη διάρκεια του πειράματος στις ίδιες χρονικές στιγμές με τις αιμοληψίες. Στο τέλος της παρέμβασης δόθηκε ένα μεσημεριανό γεύμα, ad libitum, για την αξιολόγηση της ενεργειακής πρόσληψης. Επιπρόσθετα, αξιολογήθηκε και το υποκειμενικό αίσθημα της πληρότητας αμέσως μετά το μεσημεριανό γεύμα.
Αποτελέσματα:Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν στατιστικά σημαντική διαφοροποίηση στο αίσθημα της πείνας αλλά και στην επιθυμία κατανάλωσης φαγητού (p=0,001 και p=0,003 αντίστοιχα), ανεξάρτητα από το είδος του πρωινού που καταναλώθηκε (p=0.629 και p=0,453 αντίστοιχα). Υπήρξε στατιστικά σημαντική αύξηση των επιπέδων γλυκόζης και ινσουλίνης αίματος αίματος συγκριτικά με το σημείο 0 min (p<0,001 και p<0,001 αντίστοιχα), ανεξάρτητα από το είδος του πρωινού που καταναλώθηκε (p=0.976 και p=0.567
8
«Η επίδραση της σύστασης του γεύματος σε μακρο-θρεπτικά συστατικά στα επίπεδα FGF-21 στην κυκλοφορία του αίματος και στους μηχανισμούς της όρεξης»
αντίστοιχα). Δεν βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφοροποίηση στα επίπεδα FGF-21 αίματος (p<0,096), ανεξάρτητα από το είδος του πρωινού που καταναλώθηκε (p=0.930), Τέλος, δεν παρατηρήθηκε καμία στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των συνολικών θερμίδων για τα δύο είδη πρωινού (p=0,456), μεταξύ των θερμίδων ανά κιλό σωματικού βάρους (p=0,520) καθώς και μεταξύ των θερμίδων ανα κιλό άλιπης μάζας σώματος (p=0,435).
Συμπεράσματα: Η παρούσα μελέτη αποδεικνύει πως ένα πρωινό πλούσιο σε πρωτεΐνες συγκριτικά με ένα πρωινό πλούσιο σε υδατάνθρακές δεν μπορεί να επηρεάσει την πείνα, την επιθυμία για κατανάλωση φαγητού, τις ορμόνες που σχετίζονται με την όρεξη και τον κορεσμό καθώς και την ενεργειακή πρόσληψη στο επόμενο γεύμα.
Λέξεις-κλειδιά:
Ορμόνες, πρωινό, κορεσμός, όρεξη, Πείνα
Περιγραφή:
80 σ.,εικ.,πίν.,διαγρ.,σχ.