Περίληψη:
Στα πλαίσια της μεταπτυχιακής αυτής διπλωματικής εργασίας αναπτύχθηκε μια
μεθοδολογία εκτίμησης της επικινδυνότητας ως προς μια μελλοντική άνοδο της
θαλάσσιας στάθμης παράκτιων περιοχών. Η μεθοδολογία εφαρμόστηκε πιλοτικά σε
δύο παράκτιες περιοχές του νοτιοανατολικού Αργολικού και του νοτιοδυτικού
Αργοσαρωνικού κόλπου. Η πρώτη είναι η περιοχή του Πόρτο Χελίου και περιλαμβάνει
το τμήμα των ακτών από το ακρωτήρι Κόρακας ως το ακρωτήρι Χηνίτσα και η δεύτερη
είναι η περιοχή της Ερμιόνης που περιλαμβάνει την παράκτια ζώνη από το ακρωτήρι
Μουζάκι ως το λιμάνι της ομώνυμης πόλης.
Επιχειρήθηκε μια πρώτη εκτίμηση των τμημάτων που αναμένεται να
αντιμετωπίσουν σημαντικό πρόβλημα από την αναμενόμενη σε παγκόσμια κλίμακα
μελλοντική άνοδο της θαλάσσιας στάθμης μέχρι το έτος 2100 και για τις δυο περιοχές.
Πραγματοποιήθηκε η υπαίθρια λεπτομερής παράκτια γεωμορφολογική χαρτογράφηση
με χάρτες κλίμακας 1:5000 και την χρήση φορητών σύγχρονων τεχνολογιών υπαίθρου
όπου έγινε καταγραφή και απεικόνιση των παράκτιων γεωμορφών που αναπτύσσονται
κατά μήκος της ακτογραμμής με σκοπό τον προσδιορισμό των διεργασιών που δρουν
στον παράκτιο χώρο και τις καθιστούν τρωτές.
Διαπιστώθηκε ότι τόσο στην Ερμιόνη όσο και στο Πόρτο Χέλι ένα σημαντικό
μήκος της ακτογραμμής υφίσταται διάβρωση που προκαλεί την υποχώρηση της ξηράς
έναντι της θάλασσας ενώ διαπιστώθηκε ότι σημαντική είναι η ανθρώπινη παρουσία και
επέμβαση κατά μήκος της παράκτιας περιοχής, η οποία εντάθηκε τις τελευταίες
δεκαετίες. Οι σημαντικότερες διεργασίες που διαμόρφωσαν την σημερινή μορφολογία
των ακτών είναι η σταδιακή άνοδος της θαλάσσιας στάθμης κατά το Ολόκαινο, το
σύγχρονο κυματικό καθεστώς και η αλληλεπίδραση των θαλάσσιων διεργασιών με τους
διαφορετικής λιθολογίας γεωλογικούς σχηματισμούς της παράκτια ζώνης καθώς και τις
διεργασίες απόθεσης των, περιοδικής ροής, χειμάρρων της ευρύτερης περιοχής.
Διακρίθηκαν οι περιοχές χαμηλού υψομέτρου καθώς και οι χρήσεις γης αυτών
που αναμένεται να πληγούν από φυσικές καταστροφές που σχετίζονται με άνοδο της
θαλάσσιας στάθμης βάσει των τιμών των μεταβλητών επιρροής του Δείκτη Παράκτιας
Επικινδυνότητας. Εντοπίστηκαν χαρτογραφήθηκαν και υπολογίστηκαν τα ποσοστά (%)
των εκτάσεων των σημαντικότερων χρήσεων γης που βρίσκονται μεταξύ την
υψομετρικών ζωνών 0-0.5m, 0-1.0m, 0-2.0m, 0-3.0m και 0-4.0m.
Για τον προσδιορισμό της επικινδυνότητας της παράκτιας περιοχής μελέτης
σύμφωνα με μελέτες της IPCC, παρουσιάστηκε και προτάθηκε η χρήση και ο
υπολογισμός του Δείκτη Παράκτιας Επικινδυνότητας (Coastal Vulnerability Index-
CVI. Ο εν λόγω δείκτης περιλαμβάνει μεταβλητές που σχετίζονται με τα
φυσικογεωγραφικά χαρακτηριστικά της εκάστοτε περιοχής (τοπογραφία, γεωλογία,
εύρος παλίρροιας, μέσο ύψος κύματος) χωρίς όμως να λαμβάνονται υπόψη
κοινωνικοοικονομικές παράμετροι. Συνεπώς κρίθηκε σκόπιμη η τροποποίηση του
δείκτη προσθέτοντας δεδομένα για την κοινωνικοοικονομική κατάσταση της περιοχής,
όπως οι χρήσεις γης. Επιπλέον ελήφθη υπόψη η γεωμορφολογία από τις υπαίθριες
παρατηρήσεις. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε η ποσοτική εκτίμηση με την
διαδικασία της βαθμονόμησης των μεταβλητών που δρουν στην παράκτιας ζώνη των
περιοχών της Ερμιόνης και του Πόρτο Χελίου σε ότι αφορά την επικινδυνότητα στους
παράκτιους φυσικούς κινδύνους που τις απειλούν.
Το σύνολο των δεδομένων και των αντίστοιχων παραμέτρων συλλέχθηκαν και
εισήχθησαν σε ένα Σύστημα Γεωγραφικών Πληροφοριών (GIS) όπου
πραγματοποιήθηκαν αναλύσεις και υπολογισμοί, και τα αποτελέσματα απεικονίστηκαν
με την μορφή χαρτών επικινδυνότητας. Στη συνέχεια σχολιάστηκαν τα ποσοτικά και
ποιοτικά αποτελέσματα της ερευνάς καθώς και η προσαρμογή του Δείκτη Παράκτιας
Επικινδυνότητας στον ελλαδικό χώρο.
Τέλος παρουσιάστηκαν μια σειρά από προτάσεις για την λήψη μέτρων
πρόληψης και αντιμετώπισης των πιθανών μελλοντικών αρνητικών επιπτώσεων που θα
λάβουν χώρα στα δύο τμήματα της περιοχής μελέτης από μια ενδεχόμενη μελλοντική
άνοδο της θαλάσσιας στάθμης.
Περιγραφή:
192 σ., εικ., πίν., διαγρ., χάρτες