Περίληψη:
Εισαγωγή: Η παχυσαρκία και ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 (ΣΔ2) αποτελούν τους κυριότερους παράγοντες κινδύνου για την εκδήλωση καρδιαγγειακών νοσημάτων, τα οποία αποτελούν την πρώτη αιτία θνησιμότητας παγκοσμίως. Η έγκαιρη ανίχνευση των ατόμων υψηλού κινδύνου και η πρώιμη παρέμβαση δύναται να αποτελέσουν μέρος των στρατηγικών πρόληψης, με απώτερο σκοπό την προώθηση της δημόσιας υγείας.
Σκοπός: H αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας μεθόδων και υπαρχόντων εργαλείων προσυμπτωματικού ελέγχου, καθώς και η ανάπτυξη νέων εργαλείων για την ανίχνευση ατόμων υψηλού κινδύνου για ΣΔ2 και παχυσαρκία στην Ευρώπη, λαμβάνοντας υπόψη κοινωνικό-δημογραφικά χαρακτηριστικά, ανθρωπομετρικούς δείκτες, παράγοντες του τρόπου ζωής ή/ και περιγεννητικούς παράγοντες.
Υλικό και Μέθοδος: Εφαρμόστηκε μία μέθοδος προσυμπτωματικού ελέγχου δύο σταδίων (two-stage screening), χρησιμοποιώντας τα δημοτικά σχολεία σαν σημείο εισόδου στην κοινότητα και στοχεύοντας στο σύνολο του πληθυσμού σε χώρες χαμηλού/ μεσαίου εισοδήματος (Low/ middle-income countries, LMICs) (Βουλγαρία, Ουγγαρία) και σε χαμηλού κοινωνικό-οικονομικού επιπέδου περιοχές σε χώρες υψηλού εισοδήματος (High-income countries, HICs) (Βέλγιο, Φινλανδία) και σε HICs υπό μέτρα λιτότητας (Ελλάδα, Ισπανία). Κατά το πρώτο στάδιο που υλοποιήθηκε μέσω του σχολείου, 20.501 γονείς παιδιών ηλικίας 6-9 ετών από το σύνολο 11.396 οικογενειών συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο Finnish Diabetes Risk Score (FINDRISC), ενώ πραγματοποιήθηκαν ανθρωπομετρικές μετρήσεις στα παιδιά και συλλέχθηκαν δεδομένα αναφορικά με κοινωνικό-δημογραφικά χαρακτηριστικά της οικογένειας και περιγεννητικούς παράγοντες. Οι γονείς των οικογενειών που ανιχνεύτηκαν ως «υψηλού κινδύνου» προσκλήθηκαν να συμμετάσχουν στο δεύτερο στάδιο ελέγχου που περιλάμβανε την αξιολόγηση ανθρωπομετρικών και βιοχημικών δεικτών (γλυκόζη, ινσουλίνη νηστείας), όπως και τη συλλογή δεδομένων αναφορικά με κοινωνικό-δημογραφικά χαρακτηριστικά, τις διατροφικές συνήθειες, τη σωματική δραστηριότητα και την καθιστική συμπεριφορά. Το δείγμα των γονέων από τις οικογένειες υψηλού κινδύνου χρησιμοποιήθηκε για την αξιολόγηση της διαγνωστικής ακρίβειας του FINDRISC στην ανίχνευση αδιάγνωστου ΣΔ2 και δυσγλυκαιμίας, όπως επίσης για την ανάπτυξη και τον έλεγχο της διαγνωστικής ακρίβειας του Ευρωπαϊκού δείκτη ινσουλινοαντίστασης. Το δείγμα των παιδιών από το σύνολο των οικογενειών χρησιμοποιήθηκε για την ανάπτυξη και τον έλεγχο της προγνωστικής ακρίβειας του Ευρωπαϊκού δείκτη CORE (Childhood Obesity Risk Evaluation). Ως συνιστώσες του εκάστοτε δείκτη επιλέχθηκαν οι μεταβλητές που συσχετίστηκαν σημαντικά με την εκάστοτε νόσο σε μοντέλα πολλαπλής παλινδρόμησης. Προσδιορίστηκαν το εμβαδόν της περιοχής κάτω από την καμπύλη λειτουργικού χαρακτηριστικού δέκτη (AUC-ROC), οι τιμές ευαισθησίας (Se), ειδικότητας (Sp), θετικής και αρνητικής προγνωστικής αξίας (PPV, NPV) και η βέλτιστη κατωφλική τιμή (ΚΤ) για την ανίχνευση της εκάστοτε νόσου.
Αποτελέσματα: Ο επιπολασμός του ΣΔ2 και του προδιαβήτη στους γονείς που συμμετείχαν στο δεύτερο στάδιο ελέγχου ήταν 3% και 23,2%, αντίστοιχα και βρέθηκε να είναι υψηλότερος για τις υψηλότερες κατηγορίες βαθμολογίας του FINDRISC. Το ποσοστό του αδιάγνωστου ΣΔ2 μεταξύ των συμμετεχόντων που εντοπίστηκαν με ΣΔ2 ήταν 49,3%. Για το FINDRISC, η AUC-ROC για τον αδιάγνωστο ΣΔ2 ήταν 0,824 με ΚΤ≥14 (Se=68%, Sp=81,7%) στο συνολικό δείγμα, 0,839 με ΚΤ≥15 (Se=83,3%, Sp=86,9%) στις HICs, 0,794 με ΚΤ≥12 (Se=83,3%, Sp=61,1%) στις HICs υπό μέτρα λιτότητας και 0,882 με ΚΤ≥14 (Se=71,4%, Sp=87,8%) στις LMICs. Αντίστοιχα, για τη δυσγλυκαιμία η AUC-ROC ήταν 0,663 με ΚΤ≥12 (Se=58,3%, Sp=65,7%) στο συνολικό δείγμα, 0,656 με ΚΤ≥12 (Se=54,5%, Sp=64,8%) στις HICs, 0,631 με ΚΤ≥12 (Se=59,7%, Sp=62,0%) στις HICs υπό μέτρα λιτότητας και 0,735 με ΚΤ≥11 (Se=72,7%, Sp=70,2%) στις LMICs. Το φύλο, ο δείκτης μάζας σώματος, η περιφέρεια μέσης, η κατανάλωση πρωινού, η κατανάλωση σακχαρούχων ροφημάτων, η ενασχόληση με δραστηριότητες οθόνης, το περπάτημα και η υψηλής έντασης σωματική δραστηριότητα συσχετίστηκαν σημαντικά με το Ομοιοστατικό μοντέλο εκτίμησης της ινσουλινοαντίστασης (HOMA-IR) και αποτέλεσαν τις συνιστώσες του Ευρωπαϊκού δείκτη ινσουλινοαντίστασης. Η μέγιστη βαθμολογία του δείκτη ήταν 40, η AUC-ROC ήταν 0,768 (95%ΔΕ: 0,721-0,815) και 0,828 (95%ΔΕ: 0,766-0,890) για τον εντοπισμό των ατόμων βρίσκονταν πάνω από το 75ο και 95ο εκατοστημόριο του HOMA-IR και οι αντίστοιχες βέλτιστες ΚΤ ήταν ≥23 (Se=72%, Sp=69,1%, PPV=45,5%, NPV=87,5%) και ≥31 (Se=69,6%, Sp=77,8%, PPV=13%, NPV=98,2%). Τέλος, οκτώ μεταβλητές αναφορικά με τους περιγεννητικούς παράγοντες και τα κοινωνικό-δημογραφικά χαρακτηριστικά της μητέρας συσχετίστηκαν σημαντικά με την παιδική παχυσαρκία στην ηλικία των 6-9 ετών και αποτέλεσαν τις συνιστώσες του Ευρωπαϊκού δείκτη CORE: η περιοχή κατοικίας στην Ευρώπη, το επίπεδο εκπαίδευσης της μητέρας, η κατάσταση σωματικού βάρους της μητέρας πριν την εγκυμοσύνη, η αύξηση του σωματικού βάρους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, το κάπνισμα της μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, το βάρος γέννησης για την ηλικία κύησης, η ταχύτητα ανάπτυξης του βρέφους και ο αποκλειστικός θηλασμός κατά τους πρώτους έξι μήνες της ζωής. Η συνολική βαθμολογία του δείκτη κυμαινόταν από 0 έως 22 και αντιστοιχούσε σε πιθανότητα εμφάνισης παχυσαρκίας από 0,9% έως 54,6%. Η AUC-ROC ήταν 0,725 (95%ΔΕ: 0,665-0,785) με βέλτιστη ΚΤ≥9 (Se=74,1%, Sp= 61%, PPV=11,3%, NPV= 97,2%).
Συμπεράσματα: Ο προσυμπτωματικός έλεγχος δύο σταδίων που εφαρμόστηκε σε επίπεδο σχολείου και κοινότητας βρέθηκε ότι αποτελεί μια αποτελεσματική μέθοδο για την προσέγγιση και έγκαιρη ανίχνευση των ατόμων και οικογενειών υψηλού κινδύνου για ΣΔ2 σε κοινωνικά ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες στην Ευρώπη. Το FINDRISC μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ανίχνευση πρωτίστως του αδιάγνωστου ΣΔ2 αλλά και της δυσγλυκαιμίας, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορετικές κατωφλικές τιμές για κάθε κατηγορία χωρών. Ο Ευρωπαϊκός δείκτης ινσουλινοαντίστασης και ο Ευρωπαϊκός δείκτης CORE μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον εντοπισμό των ενηλίκων που έχουν αυξημένη πιθανότητα παρουσίας ινσουλινοαντίστασης και των βρεφών που έχουν αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης παχυσαρκίας στην ηλικία των 6-9 ετών, αντίστοιχα. Επομένως, τόσο ο έλεγχος δύο σταδίων που εξετάστηκε στην παρούσα διατριβή, όσο και η χρήση των μη παρεμβατικών εργαλείων που αναπτύχθηκαν ή/και αξιολογήθηκαν ως προς την ικανότητά τους στον εντοπισμό ατόμων υψηλού κινδύνου, θα μπορούσαν να αποτελέσουν χρήσιμες πρακτικές τόσο για τους επαγγελματίες υγείας, όσο και τους αρμόδιους φορείς για τη χάραξη πολιτικών υγείας.