Περίληψη:
Εισαγωγή & Σκοπός: Η υπογονιμότητα επηρεάζει ένα στα έξι ζευγάρια παγκοσμίως, ενώ ένα στα δέκα ζευγάρια καταφεύγει σε θεραπείες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής (ΥΑ). Διάφοροι τροποποιήσιμοι παράγοντες του τρόπου ζωής, όπως η διατροφή, η άσκηση και το στρες φαίνεται πως επηρεάζουν την αναπαραγωγική απόδοση των ζευγαριών, ακόμα και κατά τη διάρκεια θεραπειών ΥΑ. Όσον αφορά στις διατροφικές συνήθειες, βιβλιογραφικά δεδομένα υποστηρίζουν ότι η πρόσληψη διαφόρων μικρο-/μακροθρεπτικών συστατικών και επιμέρους ομάδων τροφίμων συσχετίζεται με τον κίνδυνο εμφάνισης υπογονιμότητας. Εντούτοις, μελέτες που να διερευνούν τον ρόλο της δίαιτας υπό το πρίσμα μιας πιο ολιστικής προσέγγισης, και ειδικότερα τη σχέση μεταξύ διατροφικών προτύπων - όπως το πρότυπο της Μεσογειακής δίαιτας (MΔ) - και της γονιμότητας, είναι λιγοστές. Ως εκ τούτου, βασικός σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής ήταν να διερευνήσει τον ρόλο της ΜΔ στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Συγκεκριμένα, η μελέτη είχε ως στόχο να διερευνήσει σε ένα δείγμα υπογόνιμων ζευγαριών που υποβλήθηκαν σε εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) τη σχέση μεταξύ του βαθμού υιοθέτησης στη ΜΔ με παραμέτρους ποιότητας του σπέρματος και με τις κλινικές εκβάσεις της IVF. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η σύσταση του Ωοθυλακικού Υγρού (ΩΥ) φαίνεται ότι σχετίζεται με την έκβαση θεραπειών ΥΑ, επιπλέον στόχος της μελέτης ήταν να διερευνήσει πιθανή σχέση μεταξύ των επιπέδων διαφόρων βιολογικών δεικτών στο ΩΥ και ειδικότερα των ορμονών ακτιβίνης-Α, ανασταλτίνης-Β, φολιστατίνης και αντιπονεκτίνης, καθώς και δεικτών οξειδωτικού στρες, με τις διατροφικές συνήθειες των γυναικών και τις εκβάσεις της IVF.
Μεθοδολογική προσέγγιση: Στη μελέτη εντάχθηκαν 244 υπογόνιμα ζευγάρια που ακολούθησαν για πρώτη φορά θεραπεία IVF σε μια Ιατρική Μονάδα ΥΑ στην Αθήνα, μεταξύ Νοεμβρίου 2013 και Σεπτεμβρίου 2016, και παρακολουθήθηκαν προοπτικά. Κατά την πρώτη επίσκεψή τους στη Μονάδα, τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια από τα οποία συλλέχθηκαν στοιχεία για τα δημογραφικά χαρακτηριστικά, την αναπαραγωγική υγεία, το ιατρικό ιστορικό και τις συνήθειες του τρόπου ζωής, ενώ παράλληλα πραγματοποιήθηκαν ανθρωπομετρικές μετρήσεις. Η διαιτητική πρόσληψη αξιολογήθηκε πριν από την έναρξη της IVF μέσω ερωτηματολογίου συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων και η προσκόλληση στη ΜΔ εκτιμήθηκε βάσει της βαθμολογίας σε μία κλίμακα Μεσογειακής διατροφής (δείκτης MedDietScore, εύρος βαθμολογίας 0-55), με υψηλότερη βαθμολογία να υποδεικνύει μεγαλύτερου βαθμού προσκόλληση στη ΜΔ. Η ποιότητα του σπέρματος αξιολογήθηκε σύμφωνα με τα κριτήρια του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO, 2010) και όλες οι πληροφορίες για τις ενδιάμεσες εκβάσεις της IVF (αριθμός/ποιότητα παραγόμενων ωαρίων και εμβρύων, ποσοστό γονιμοποίησης) και τα κλινικά καταληκτικά σημεία (εμφύτευση, κλινική εγκυμοσύνη και ζώσα γέννηση) αντλήθηκαν από τα ηλεκτρονικά ιατρικά αρχεία των ζευγαριών. Επιπλέον, διεξήχθησαν βιοχημικές αναλύσεις με πρότυπες μεθόδους σε δείγματα ΩΥ που συλλέχθηκαν από το πρωτογενές ωοθυλάκιο 86 γυναικών. Για τη διερεύνηση συσχετίσεων του δείκτη MedDietScore με τις παραμέτρους ποιότητας του σπέρματος, καθώς και μεταξύ MedDietScore, ενδιάμεσων/τελικών εκβάσεων της IVF και επιπέδων των διαφόρων βιολογικών δεικτών στο ΩΥ, εξετάστηκαν πολυπαραγοντικά μοντέλα προσαρμοσμένα ως προς διάφορους πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες.
Αποτελέσματα: Σε σύγκριση με τους άνδρες με την υψηλότερη προσκόλληση στη ΜΔ (υψηλότερο τριτημόριο του δείκτη MedDietScore), οι άνδρες με τη χαμηλότερη προσκόλληση (χαμηλότερο τριτημόριο του δείκτη MedDietScore) εμφάνιζαν σε μεγαλύτερο ποσοστό μη-φυσιολογικές τιμές συγκέντρωσης και ολικού αριθμού σπερματοζωαρίων (47,4 έναντι 16,7% και 55,3 έναντι 22,7%, αντιστοίχως, P<0,001), ολικής και προωθητικής κινητικότητας των σπερματοζωαρίων (65,8 έναντι 31,8% και 84,2 έναντι 62,1%, αντιστοίχως, P≤0,01), καθώς και μορφολογίας σπερματοζωαρίων (50,0 έναντι 28,8%, Ρ=0,02). Στα πολυπαραγοντικά μοντέλα, οι άνδρες με τη χαμηλότερη προσκόλληση στη ΜΔ είχαν ~2,6 φορές υψηλότερη πιθανότητα να έχουν μη-φυσιολογικές τιμές συγκέντρωσης, ολικού αριθμού και κινητικότητας σπερματοζωαρίων. Από τις 244 υπογόνιμες γυναίκες, σε 229 (93,9%) έγινε εμβρυομεταφορά, 138 (56,5%) είχαν επιτυχή εμφύτευση του εμβρύου, 104 (42,6%) πέτυχαν κλινική εγκυμοσύνη και 99 (40,5%) έδωσαν ζώσα γέννηση. Δεν παρατηρήθηκε σημαντική συσχέτιση του δείκτη MedDietScore με τον αριθμό των παραγόμενων ωαρίων/εμβρύων ή με την ποιότητα των εμβρύων και την πιθανότητα εμφύτευσής τους. Ωστόσο, σε σύγκριση με τις γυναίκες που έλαβαν τις υψηλότερες βαθμολογίες στον δείκτη MedDietScore, όσες έλαβαν τις χαμηλότερες βαθμολογίες (χαμηλή προσκόλληση στη ΜΔ) είχαν σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά εγκυμοσύνης (29,1 έναντι 50,0%, P=0,01) και γέννησης (26,6 έναντι 48,8%, P=0,01). Στις πολυπαραγοντικές αναλύσεις, οι γυναίκες με τη χαμηλότερη προσκόλληση στη ΜΔ είχαν, συγκριτικά, σημαντικά μειωμένη πιθανότητα επίτευξης κλινικής εγκυμοσύνης [Σχετικός Κίνδυνος (95% διάστημα εμπιστοσύνης): 0,35 (0,16-0,78), Ρ-trend=0,01] και ζώσας γέννησης [0,32 (0,14-0,71), Ρ-trend <0,01]. Η παραπάνω σχέση βρέθηκε ότι τροποποιείται ανάλογα με την ηλικία των γυναικών (Ρ-αλληλεπίδρασης <0,01). Ο δείκτης MedDietScore συσχετίσθηκε θετικά με την πιθανότητα κλινικής εγκυμοσύνης και ζώσας γέννησης μεταξύ γυναικών ηλικίας <35 ετών (P<0,01) αλλά όχι και μεταξύ των γυναικών ≥35 ετών. Μεταξύ των γυναικών ηλικίας <35 ετών, μια ευεργετική αύξηση στον δείκτη MedDietScore κατά 5 μονάδες συσχετίσθηκε με ~2,7 φορές υψηλότερη πιθανότητα επίτευξης κλινικής εγκυμοσύνης και ζώσας γέννησης. Δεν παρατηρήθηκε συσχέτιση του δείκτη MedDietScore με τα επίπεδα ακτιβίνης-Α, ανασταλτίνης-Β, φολιστατίνης και αντιπονεκτίνης στο ΩΥ, ή με την αντιοξειδωτική ικανότητα του ΩΥ. Ωστόσο, παρατηρήθηκε θετική συσχέτιση των επιπέδων ανασταλτίνης-Β και φολιστατίνης στο ΩΥ με τον αριθμό/ποιότητα των παραγόμενων ωαρίων και εμβρύων (P<0,05), ενώ αυξημένες συγκεντρώσεις ακτιβίνης-Α συσχετίστηκαν με μεγαλύτερη πιθανότητα εμφύτευσης και κλινικής εγκυμοσύνης [Σχετικός Κίνδυνος (95% διάστημα εμπιστοσύνης) για αύξηση κατά 10 pg/ml: 1,58 (1,03-2,45) και 1,69 (1,08-2,62), αντίστοιχα].
Συζήτηση: Τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες προς την ενίσχυση της υιοθέτησης της ΜΔ μπορεί να συμβάλουν στη βελτίωση της ποιότητας του σπέρματος, τουλάχιστον μεταξύ ανδρών μελών υπογόνιμων ζευγαριών. Κατά πόσο κάτι τέτοιο μεταφράζεται και σε αυξημένη γονιμότητα των ανδρών θα πρέπει να διερευνηθεί. Επιπλέον, τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι γυναίκες που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν και λόγω προβλημάτων γονιμότητας καταφεύγουν σε θεραπείες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής έχουν αυξημένες πιθανότητες επίτευξης εγκυμοσύνης και γέννησης ζωντανού τέκνου όταν ακολουθούν τη ΜΔ. Τα ευρήματα αυτά συμφωνούν με εκείνα πρόσφατων μελετών σε άλλους πληθυσμούς, που δείχνουν ότι διατροφικά πρότυπα με κάποια από τα χαρακτηριστικά της ΜΔ συσχετίζονται με καλύτερα χαρακτηριστικά ποιότητας σπέρματος και με αυξημένη πιθανότητα επιτυχούς έκβασης ενός προγράμματος IVF. Συνολικά, τα ευρήματα της παρούσας διατριβής υπογραμμίζουν τη σημασία των διατροφικών επιδράσεων και της ποιότητας της διατροφής στη γονιμότητα και υποστηρίζουν έναν ευεργετικό ρόλο της ΜΔ στην αναπαραγωγική υγεία. Τέλος, η διερεύνηση πιθανών συσχετίσεων μεταξύ ΜΔ και συγκεντρώσεων στο ΩΥ ορμονών του συστήματος ακτιβίνης/ ανασταλτίνης/φολιστατίνης δεν ανέδειξε κάποια σχέση, ωστόσο, κατά πόσο οι βιολογικοί αυτοί δείκτες στο ΩΥ θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως διαγνωστικοί δείκτες των εκβάσεων της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής αξίζει να διερευνηθεί περαιτέρω.
Λέξεις κλειδιά: Μεσογειακή δίαιτα, ανδρική/γυναικεία υπογονιμότητα, υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, ποιότητα σπέρματος, έκβαση εξωσωματικής γονιμοποίησης, ζώσα γέννηση, επίπεδα ορμονικών δεικτών / αντιοξειδωτική ικανότητα ωοθυλακικού υγρού.