Περίληψη:
Εισαγωγή: Η κίρρωση του ήπατος είναι μια κλινική κατάσταση που μπορεί να επηρεάσει τη διαιτητική πρόσληψη των ασθενών ως αποτέλεσμα των συμπτωμάτων του γαστρεντερικού συστήματος, της ανορεξίας, της δυσγευσίας, καθώς και των περιοριστικών προγραμμάτων διατροφής που τους συστήνονται. Η αποτίμηση των διατροφικών συνηθειών σε αυτή την κατηγορία ασθενών είναι δύσκολη, γι αυτό και οι μελέτες στη βιβλιογραφία είναι ελάχιστες.
Σκοπός: Η αποτίμηση των διαιτητικών συνηθειών ασθενών με κίρρωση διαφόρου σταδίου και αιτιολογίας και η σύγκριση της διαιτητικής πρόσληψης με τις ισχύουσες διατροφικές συστάσεις.
Μεθοδολογία: Στη μελέτη συμπεριελήφθησαν ασθενείς με κίρρωση, ανεξαρτήτως αιτιολογίας, οι οποίοι προσήλθαν διαδοχικά σε εξωτερικά ηπατολογικά ιατρεία τριών μεγάλων νοσηλευτικών ιδρυμάτων της Αττικής. Συλλέχθηκε πλήρες ιατρικό ιστορικό, πληροφορίες σχετικά με το ιστορικό βάρους, μετρήθηκαν ανθρωπομετρικές παράμετροι ενώ η εκτίμηση της διαιτητικής πρόσληψης έγινε με τη μέθοδο των αλλεπάλληλων (τριών) ανακλήσεων 24 ώρου.
Αποτελέσματα: Η πλειονότητα των ατόμων του δείγματος ήταν υπέρβαροι (31%) και παχύσαρκοι (39,5%) ασθενείς. Η μέση ενεργειακή και πρωτεϊνική τους πρόσληψη δεν κάλυπτε τις ισχύουσες συστάσεις της EASL και της ESPEN και πιο συγκεκριμένα το 20% κάλυπτε τις ενεργειακές ανάγκες που ορίζει η EASL και το 28,5% έφτανε τις συστάσεις της ESPEN, ενώ την πρωτεϊνική πρόσληψη για τις συστάσεις της EASL κάλυπτε το 39% των ασθενών και για της ESPEN το 37,5%. Η διάμεσος της πρόσληψης υδατανθράκων υπολογίστηκε στο 44,9% (37,9 – 51,3%) της συνολικής ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης, τα σάκχαρα στο 16,5% (11,8 – 21,3%) και 37,2% (32 – 42,7%) για το λίπος. Όσον αφορά το είδος των λιπαρών οξέων η διάμεσος της πρόσληψης κορεσμένων λιπαρών οξέων (ΛΟ) ήταν 11,9% (9,7 – 14,4%) της συνολικής ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης, 16% (13,2 – 19,2%) μονοακόρεστων ΛΟ και 4,5% (4 – 6,1%) πολυακόρεστων ΛΟ. Συγκριτικά με τους ασθενείς με μη αντιρροπούμενη κίρρωση εκείνοι με αντιρροπούμενη είχαν υψηλότερη ενεργειακή πρόσληψη (1620kcal έναντι 1443kcal, p=0,013) και πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών οξέων (12,4% έναντι 11,5%, p=0,020). Επιπλέον, κατανάλωναν περισσότερες μερίδες τυριών πλούσιων σε λίπος, αλλαντικών και καφέ ενώ είχαν χαμηλότερη πρόσληψη φρούτων/ φυσικών χυμών αλλά και σαλτσών και άλλων λιπών (εκτός ελαιολάδου). Τέλος, το δείγμα μας φάνηκε να έχει μια μέτρια προσκόλληση στη Μεσογειακή δίαιτα, MedDietScore = 26 (22 – 30)
Συμπεράσματα: Η ενεργειακή και πρωτεϊνική πρόσληψη των ασθενών ήταν στην πλειονότητά τους χαμηλότερη από τις ισχύουσες συστάσεις. Παράλληλα, η παρατηρούμενη υψηλή πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών οξέων και σακχάρων καθώς και η υψηλή κατανάλωση επεξεργασμένων δημητριακών και η χαμηλή κατανάλωση φρούτων, λαχανικών, γαλακτοκομικών και αδρά επεξεργασμένων δημητριακών, υποδηλώνουν την υιοθέτηση ενός μη υγιεινού διατροφικού προτύπου στο σύνολο του δείγματος με τους ασθενείς με αντιρροπούμενη κίρρωση να εμφανίζουν χαμηλότερη κατανάλωση φρούτων / φυσικών χυμών και υψηλότερη κατανάλωση τυριών πλούσια σε λίπος, αλλαντικών και καφέ.
Λέξεις-κλειδιά:
διατροφικές συνήθειες, διαιτητικές συστάσεις, αντιρροπούμενη και μη αντιρροπούμενη, διατροφική αξιολόγηση, κίρρωση ήπατος