Διαιτητικές (διατροφικές) συνήθειες ενός δείγματος παιδιών ηλικίας 10 –11 ετών από δύο περιοχές της Κύπρου μία αστική και μία αγροτική

Μεταπτυχιακή Εργασία 2266 987 Αναγνώσεις

Πρωτότυπος Τίτλος:
Διαιτητικές (διατροφικές) συνήθειες ενός δείγματος παιδιών ηλικίας 10 –11 ετών από δύο περιοχές της Κύπρου μία αστική και μία αγροτική
Συγγραφέας:
Λαζάρου, Χρυσταλλένη
Περίληψη:
Εισαγωγή: Η συνεχής αυξητική τάση της παχυσαρκίας στον παιδικό πληθυσμό και άλλων καταστάσεων συννοσηρότητας που παλαιότερα ήταν χαρακτηριστικά κυρίως του ενήλικου πληθυσμού , οδηγεί στην αναγκαιότητα εντοπισμού των αιτίων για τη λήψη προληπτικών μέτρων. Πέρα από τους γενετικούς παράγοντες που φαίνεται ότι είναι σταθεροί, φαίνεται ότι οι παρατηρούμενες αλλαγές οφείλονται στις επιδράσεις του περιβάλλοντος. Οι μαζικές αλλαγές στα διατροφικά μοτίβα και η μετάβαση από τα παραδοσιακά διατροφικά πρότυπα στη λεγόμενη «δυτικού τύπου» διατροφή, σαν αποτέλεσμα οικονομικών , κοινωνικών και δημογραφικών (π.χ. αστικοποίησης) αλλαγών έχουν συνδεθεί με αλλαγές στη σωματική σύνθεση. Σύμφωνα και με τα επιδημιολογικά, δημογραφικά και διατροφικά στοιχεία που παρατίθενται για τον κυπριακό πληθυσμό παρατηρούνται παράλληλες αλλαγές στους τρεις τομείς, γεγονός που ενισχύει την άποψη, σύμφωνα και με το μοντέλο που προτείνει ο Popkin, ότι ο κυπριακός πληθυσμός έχει μεταβεί από τα παραδοσιακά διατροφικά πρότυπα σε δυτικά μοτίβα τρόπου διατροφής,με όλες τις συνεπακόλουθες συνέπειες.
Στόχος
Η συσχέτιση των διατροφικών συνηθειών & συνηθειών σωματικής δραστηριότητας παιδιών Δ΄, Ε΄ & Στ΄ τάξεων δημοτικών σχολείων της Κύπρου με τον τόπο διαμονής (αστικές και αγροτικές περιοχές) και το βαθμό αστικοποίησης του τόπου διαμονής.
Μέθοδοι
Με διαστρωματωμένη αναλογική δειγματοληψία επιλέχθηκε βολικό δείγμα 1589 παιδιών από 24 σχολεία παγκύπρια, εκ των οποίων συμμετείχαν 1140(72%)παιδιά και 1068 γονείς . Η αξιολόγηση των συνηθειών διατροφής και άσκησης των παιδιών έγινε με τη χορήγηση σε σχολικό χρόνο από την ερευνήτρια, ημιποσοτικού ερωτηματολογίου συχνότητας κατανάλωσης τροφών, διατροφικών συνηθειών και συνηθειών φυσικής δραστηριότητας, σε δύο χρονικές περιόδους των 80΄, που απείχαν 1-2 βδομάδες . Οι γονείς απάντησαν σε ερωτηματολόγιο που περιλάμβανε δημογραφικά στοιχεία, στοιχεία παιδιού( βάρος- ύψος, ασθένειες, βιοχημικούς δείκτες) και γενικές διατροφικές συνήθειες του. Η εγκυρότητα του εργαλείου που χρησιμοποήθηκε στα παιδιά ελέγθηκε με την διεξαγωγή ανάκλησης 24ώρου κατανάλωσης τροφίμων σε 100 παιδιά και με την απευθείας μέτρηση της φυσικής δραστηριότητας με τη χρήση βηματομετρητών σε 120 παιδιά. Η αξιοπιστία του εργαλείου ελέγθηκε τόσο εσωτερικά (με την συμπερίληψη παρόμοιων ερωτήσεων), όσο και εξωτερικά με την επαναχορηγησή του κάτω από τις ίδιες συνθήκες σε δείγμα 100 παιδιών.
Η σύγκριση μεταξύ των ομάδων έγινε με τη χρήση των παραμετρικών δοκιμασιών t για ανεξάρτητα δείγματα, ANOVA, και των απαραμετρικών χ2 για ανεξαρτησία μεταβλητών, Mann Whitney & Kruskal Wallis. Εφαρμόστηκε η διακρίνουσα ανάλυση για τον εντοπισμό των μεταβλητών ή και των μοτίβων που διακρίνουν καλύτερα τα άτομα κατά τόπο διαμονής και η κατάταξη επαληθεύτηκε με τη εφαρμογή της λογιστικής παλινδρόμισης. Το μέγεθος των στατιστικά σημαντικά διαφορών ελέγθηκε με ανάλογους δείκτες.
Αποτελέσματα
Στις περισσότερες από τις συγκρίσεις δεν διαπιστώθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές. Στατιστικά σημαντικές διαφορές παρατηρήθηκαν για 62 από τις 165 μεταβλητές συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων, (οι 10 ήταν υπέρ των αστικών περιοχών), σε 9 από τις 36 συγκρίσεις κατανάλωσης κατηγοριών τροφίμων που δημιουργήθηκαν από την ομαδοποίηση των ξεχωριστών τροφίμων(3 υπέρ των αστικών και 6 υπέρ των αγροτικών ), σε 7 από τις 15 συγκρίσεις σε ομάδες τροφίμων (μία μόνο υπέρ των αστικών ) και σε 5 από τις 8 τις συγκρίσεις για τις αντιλήψεις περί διατροφικών συνηθειών( μία μόνο ήταν υπέρ των αγροτικών). Τα αποτελέσματα από τις συγκρίσεις κατά δείκτη αστικοποίησης (Δ.Α.) ήταν ως επί το πλείστον ανάλογα και επιπλέον ακολουθούσαν ένα μοτίβο , είτε από τον ψηλό στον χαμηλό ( και αντίθετα), είτε από το μέσο προς χαμηλό ή ψηλό Δ.Α.
Οι συγκρίσεις για τις συνήθειες φυσικής δραστηριότητας έδειξαν ότι όλες οι στατιστικά σημαντικές διαφορές για φυσική υποκινητικότητα ήταν υπέρ των αστικών περιοχών και όλες οι στατιστικά σημαντικές διαφορές για φυσική δραστηριότητα ήταν υπέρ των αγροτικών περιοχών.
Οι εκτιμήσεις του μεγέθους των παρατηρούμενων διαφορών έδειξαν ασθενείς με μετρίου βαθμού συσχετίσεις. Η μεταβλητή με τη μεγαλύτερη διαφορά αφορούσε το διαθέσιμο υπαίθριο χώρο για παιγνίδι και ήταν υπέρ των αγροτικών περιοχών [Odds Ratio=0,200 (0,133-0,301)]
Η δοκιμασία διαχωρισμού των ατόμων ανάλογα με το μοτίβο διατροφής και άσκησης που ακολουθούν κατά τόπο διαμονής επιβεβαίωσε ότι οι περισσότερες διαφορές που εντοπίστηκαν , αν και στατιστικά σημαντικές, εντούτοις σε πρακτικό επίπεδο δεν είναι. Η πιθανότητα με την οποία ορθά ταξινομεί το μοντέλο τις περιπτώσεις κατά τόπο διαμονής είναι ουσιαστικά η ίδια τόσο με τις αρχικά 87 μεταβλητές, που εισήχθησαν στο μοντέλο και ήταν αυτές για τις οποίες παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές, όσο και με τις 15 που επιλέγηκαν σε δεύτερη φάση και που ήταν αυτές με τη πιο ψηλή διαχωριστική διάκριση.
Η πορεία ταξινόμησης ήταν πολύ περισσότερο ακριβής στο να ταξινομήσει ορθά τα παιδιά από τις αστικές περιοχές, παρά από τις αγροτικές.
Τέλος, επιβεβαίωση των πιο πάνω συμπερασμάτων για μη ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων (και κατά δείκτη αστικοποίησης) αποτελούν και τα αποτελέσματα από τις συγκρίσεις των ανθρωπομετρικών δεικτών και των βιοχημικών χαρακτηριστικών, όπου κι εδώ φάνηκε ουσιαστικά η μη διαφοροποίηση των δύο ομάδων, εκτός σε ελάχιστες δευτερεύουσες κυρίως συγκρίσεις όπου οι στατιστικά σημαντικές διαφορές που φάνηκαν συνδέονταν με ασθενείς συσχετίσεις, ένδειξη της μη πρακτικής σημασίας των διαφορών..
Η αξιοπιστία του ερωτηματολογίου δεν ελέγθηκε στατιστικά σε αυτή τη φάση, είναι αξιοσημείωτο αναφορικά με τις απαντήσεις που έδιναν τα παιδιά, ότι οι διαφορές που εντοπίστηκαν για τις ξεχωριστές τροφές ήταν σύμφωνες με τις διαφορές που εντοπίστηκαν για τη συχνότητα κατανάλωσης ομάδων τροφών, όπως αυτές δηλώθηκαν από τα παιδιά.
Συμπεράσματα
Φαίνεται γενικά ότι παρατηρείται εξομοίωση ως προς τις συνήθειες διατροφής και άσκησης των παιδιών κατά τόπο διαμονής και κατά δείκτη αστικοποίησης και οι πιο σημαντικές διαφορές αφορούν στοιχεία του δομημένου περιβάλλοντος, όπως τους διαθέσιμους υπαίθριους χώρους για φυσική δραστηριότητα κοντά στο σπίτι. Αυτό εικάζουμε ότι συνδέεται με το φαινόμενο της διατροφικής μετάβασης, το μέγεθος της επίδρασης του οποίου είναι αποτέλεσμα μεταξύ άλλων και του φαινομένου της αστικοποίησης, το οποίο φαίνεται να επηρεάζει σχεδόν εξίσου και τις αγροτικές περιοχές. Επίσης το γεγονός ότι οι περισσότερες διαφορές ήταν υπέρ των αγροτικών περιοχών, ίσως να είναι μια σοβαρή ένδειξη για μεγαλυτέρου βαθμού εξομοίωση των συνηθειών τρόπου ζωής στις αστικές περιοχές και ταυτόχρονα την ύπαρξη σημαντικών διαφορών μεταξύ διαφορετικών αγροτικών περιοχών, που θα μπορούσαν να ελεγθούν με πολυεπίπεδη ανάλυση.
Επιπλέον προκύπτει η ανάγκη διερεύνησης χαρακτηριστικών του αστικού περιβάλλοντος που δυνητικά επηρεάζουν τον τρόπο ζωής και βαθμού υιοθέτησης τους από ομάδες και άτομα με ένα δείκτη αστικότητας.
Ημερομηνία κατάθεσης:
2007-11-26
Γλώσσες Τεκμηρίου:
Ελληνικά
Θεματικές Κατηγορίες:
Διατροφή (Γενικά). DRI’s
Διατροφή παιδιών και εφήβων
Λοιπά Θέματα:
Παιδιά - Διατροφή - Κύπρος
Παχυσαρκία στα παιδιά
Διατροφικές συνήθειες - Παιδιά - Κύπρος
Περιγραφή:
333 σ. : πίν.
Άδεια χρήσης:
19429 Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική Χρήση – Όχι Παράγωγα Έργα 4.0

, Metaptychiaki3.pdf