Περίληψη:
Τα μανιτάρια καταναλώνονται, από τους ανθρώπους, από την αρχαιότητα. Ξεχωρίζουν λόγω της υφής, των αρωμάτων και της γεύσης τους σε συνδυασμό με τη χαμηλή θερμιδική και υψηλή διατροφική αξία τους. Αποτελούν καλή πηγή πρωτεϊνών, καθώς περιέχουν σχεδόν όλα τα απαραίτητα και μη απαραίτητα αμινοξέα, διαιτητικών ινών, βιταμινών και μετάλλων. Έχουν χαμηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά οξέα ενώ δεν περιέχουν χοληστερόλη.
Τα μανιτάρια του γένους Pleurotus έχουν την ικανότητα να αποσυνθέτουν φυσικά λιγνοκυτταρινούχα υπολείμματα, μέσω της έκκρισης ενός ευρέος φάσματος υδρολυτικών και οξειδωτικών ενζύμων.
Η χρήση λιγνοκυτταρινούχων γεωργικών υπολειμμάτων ως υπόστρωμα καλλιέργειας μανιταριών προκαλεί μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και παράλληλα συμβάλει στην ανάπτυξη βιοτεχνολογικών εφαρμογών δίνοντας την δυνατότητα στις εταιρείες δραστηριοποιούνται στους τομείς της δασοκομίας και των τροφίμων να αξιοποιήσουν τα σχετικά παραπροϊόντα.
Η παρούσα εργασία αποσκοπεί στη διερεύνηση του κατά πόσο η χρησιμοποίηση λιγνοκυτταρινούχων υπολειμμάτων για την καλλιέργεια μανιταριών, εκτός της οικολογικής διάστασης, έχει οφέλη και για την υγεία του καταναλωτή μέσω της διατροφικής αναβάθμισης του τροφίμου. Για τον σκοπό αυτό μελετήθηκε το μεταβολικό προφίλ τριών ειδών μανιταριών του γένους Pleurotus, τα P. ostreatus, P.eryngii και P. nebrodensis, που προέρχονται από την συλλογή καθαρών καλλιεργειών μυκήτων του Εργαστηρίου Γενικής και Γεωργικής Μικροβιολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, και καλλιεργήθηκαν σε υποστρώματα εμπλουτισμένα με απόβλητα οινοποιίας και ελαιουργίας. Τα παραχθέντα καρποσώματα, συλλέχθηκαν, λυοφιλιώθηκαν, κονιορτοποιήθηκαν και εκχυλίσθηκαν σε αλκοολικό διάλυμα με τη βοήθεια υπερήχων.Μετά την απομάκρυνση των διαλυτών λήφθηκαν φάσματα NMR με την ποσοτική ακολουθία 1D NOESY PRESAT και οι μεταβολίτες ταυτοποιήθηκαν με βάση τη βιβλιογραφία και τη βοήθεια του λογισμικού Chenomx NMR Suite 8.4.
Συνολικά, ανιχνεύθηκαν εκατόν έξι μεταβολίτες και ταξινομήθηκαν στις ακόλουθες ομάδες: ελεύθερα αμινοξέα και ολιγοπεπτίδια, υδατάνθρακες, νουκλεοτίδια, οργανικά οξέα και παραγωγά τους και διάφορες ενώσεις. Μια ξεχωριστή ομάδα αποτέλεσαν ενώσεις που ανιχνεύθηκαν μόνο στο P. nebrodensis. Η μεταβολομική μελέτη έδειξε ότι ο γενετικός παράγοντας (είδος μανιταριού) παίζει σημαντικότερο ρόλο από το καλλιεργητικό υπόστρωμα. Έτσι τα δείγματα που προέρχονται από το ίδιο είδος συγκεντρώνονται σε ομάδες με το είδος P. nebrodensis να παρουσιάζει τη μεγαλύτερη διαφοροποίηση στα παραγόμενα στατιστικά μοντέλα.
Λέξεις-κλειδιά:
λιγνοκυτταρινούχα υποστρώματα, πυρηνικός μαγνητικός συντονιμός, μανιτάρια, μεταβολομική