Περίληψη:
Τα μανιτάρια αποτελούν αναπόσπαστο συστατικό της διατροφής του ανθρώπου, από την αρχαιότητα, συμβάλλοντας ως τρόφιμο αλλά και ως φαρμακευτικό σκεύασμα. Χαρακτηρίζονται από υψηλή διατροφική αξία, χάρη στο πλούσιο περιεχόμενο τους σε πρωτεΐνες, και διαιτητικές ίνες, και στη χαμηλή λιποπεριεκτικοτητά τους. Προσφέρουν σημαντικές ποσότητες βιταμινών, μετάλλων και ιχνοστοιχείων, καθώς και βιοδραστικές ενώσεις για την προαγωγή της υγείας. Τα μανιτάρια του γένους Pleurotus, κατατάσσονται ανάμεσα στα περισσότερο μελετημένα εδώδιμα μανιτάρια. Τα οστρεωειδή μανιτάρια (Pleurotus ostreatus), είναι από τα περισσότερο καταναλισκόμενα είδη στον κόσμο, λόγω της ιδιαίτερης γεύσης, αρώματος, υψηλής διατροφικής αξίας και φαρμακευτικών εφαρμογών που διαθέτουν, συμπεριλαμβανομένων, αντιφλεγμονώδων, και αντιοξειδωτικών παραγόντων.
Η καλλιέργεια μανιταριών, αποτελεί ένα πολύ σημαντικό τομέα της βιοτεχνολογικής βιομηχανίας, όπου πραγματοποιείται χρήση της μεθόδου ζύμωσης στερεάς κατάστασης (Solid State Fermentation), μέσω λιγνοκυτταρικών υλικών. Τα ιδιαίτερα χημικά χαρακτηριστικά των λιγνοκυτταρικών γεωργικών αποβλήτων, τους δίνουν την ικανότητα να χρησιμοποιούνται ως υποστρώματα, προσδίδοντας σημαντική προστιθέμενη θρεπτική αξία, στο προς καλλιέργεια προϊόν.
Σκοπός αυτής της μελέτης, ήταν η αξιολόγηση του προφίλ των λιπιδίων και των λιπαρών οξέων, σε τρία οστρεωειδή μανιτάρια του γένους Pleurotus, τα οποία καλλιεργήθηκαν, σε υποστρώματα εμπλουτισμένα με υποπροϊόντα οινοποιίας και ελαιουργίας. Για το σκοπό αυτό, 19 στελέχη Pleurotus eryngii, Pleurotus ostreatus και Pleurotus nebrodensis, συλλέχθηκαν και διατηρήθηκαν στην τράπεζα καλλιεργειών του Εργαστηρίου Γενικής και Γεωργικής Μικροβιολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου καλλιεργήθηκαν σε υποστρώματα εμπλουτισμένα με απόβλητα οινοποιίας και ελαιουργίας. Τα καρποφόρα σώματα, συλλέχθηκαν, λυοφιλιώθηκαν, ήρθαν σε ξηρή μορφή τροφίμου, αναμίχθηκαν με σκοπό την ομογενοποιησή των δειγμάτων και διατηρήθηκαν σε cool room. Τα ολικά λιποειδή απομονωθήκαν με τη χρήση της μεθόδου εκχύλισης Folch. Ακολουθήσε σαπωνοποίηση των λιπιδίων με τη χρήση οργανικών διαλυτών KOH/MeOH, και μεθυλεστεροποίηση με τη χρήση BF3/MeOH. Στη συνέχεια, τα λιπαρά οξέα, με τη μορφή των μεθυλεστέρων τους (FAME), υπολογίστηκαν ποιοτικά και ποσοτικά με τη χρήση αέριας χρωματογραφίας - φασματογραφία μάζας (GC-MS).