Περίληψη:
Εισαγωγή: Η διατροφική συχνότητα αποτελεί αντικείμενο μελέτης πλήθους ερευνών, καθώς φαίνεται να σχετίζεται με την καλύτερη υγεία και ευεξία του ανθρώπου. Σύμφωνα με την υπάρχουσα βιβλιογραφία, ο ρόλος της στην απώλεια βάρους παραμένει ασαφής, ενώ τα δεδομένα για τη διατήρηση της απώλειας είναι ιδιαίτερα περιορισμένα. Η έλλειψη ενός καθολικού ορισμού των διατροφικών επεισοδίων, καθώς και η μεγάλη ποικιλομορφία του δείγματος των προγενέστερων μελετών δυσκολεύουν την λεπτομερή κατανόησή τους. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να διερευνηθεί η επίδραση της διατροφικής συχνότητας στην επιτυχή διατήρηση της απώλειας βάρους ή μέρους αυτής όσον αφορά στο σύνολο των διατροφικών επεισοδίων, καθώς και στα επιμέρους γεύματα και σνακ.
Μεθοδολογία: Στη μελέτη MedWeight συμμετείχαν 482 εθελοντές (60% γυναίκες), ηλικίας 18-65, οι οποίοι ταξινομήθηκαν είτε στους διατηρούντες (σκόπιμη απώλεια ≥10% και διατήρηση ≥1 έτος) είτε στους επανακτήσαντες (σκόπιμη απώλεια ≥10% και επανάκτηση). Οι εθελοντές συμπλήρωσαν ηλεκτρονικά μια σειρά ερωτηματολογίων, που αφορούσαν δημογραφικά χαρακτηριστικά, διατροφικές συνήθειες, ιστορικό βάρους κ.α. Σε κάθε εθελοντή πραγματοποιήθηκαν 2 ανακλήσεις 24ώρου. Η διατροφική συχνότητα αξιολογήθηκε με το σύνολο των διατροφικών επεισοδίων και των σνακ, τη συχνότητα κατανάλωσης πρωινού, μεσημεριανού, βραδινού και τριών επιμέρους σνακ. Το δείγμα χωρίστηκε ηλικιακά (≤ 25 και >25 ετών) και με βάση το φύλο.
Αποτελέσματα: 70% των εθελοντών (n=330) ήταν διατηρούντες και 30% (n=152) επανακτήσαντες. Οι διατηρούντες ήταν νεότεροι (p<0,001), είχαν χαμηλότερο ΔΜΣ (p<0,001) και περισσότεροι επανακτήσαντες σε σχέση με διατηρούντες ήταν έγγαμοι (p<0,001), αλλά δε διέφεραν σημαντικά ως προς την διατροφική συχνότητα ή την διαιτητική πρόσληψη. Η ομάδα ≤25 αποτελούνταν κατά 82% από διατηρούντες, οι οποίοι είχαν χαμηλότερο ΔΜΣ (p<0,001), περισσότερα διατροφικά επεισόδια (p=0,032), κατανάλωναν συχνότερα πρωινό (p=0,017) και σνακ μεσημεριανού (p=0,021), ενώ δε διέφεραν ως προς την διαιτητική πρόσληψη από τους επανακτήσαντες. Οι εθελοντές >25 ήταν κατά 63% διατηρούντες, οι οποίοι ήταν νεότεροι (p=0,018), είχαν χαμηλότερο ΔΜΣ (p<0,001) και το 69% αυτών ήταν άγαμοι (p<0,001), αλλά δε διέφεραν από τους επανακτήσαντες ως προς την διατροφική συχνότητα ή την διαιτητική πρόσληψη. Οι επανακτήσαντες άνδρες ≤25 ήταν 4, συνεπώς δεν εξετάστηκαν περαιτέρω. Οι γυναίκες ≤25 ήταν κατά 81% διατηρήσασες, οι οποίες κατανάλωναν συχνότερα σνακ μεσημεριανού (p=0,006), πρωινό (p=0,037) και μεσημεριανό (p=0,01) και είχαν περισσότερα διατροφικά επεισόδια από τις επανακτήσασες (p=0,005). Οι δύο ομάδες δε διέφεραν ως προς την διαιτητική πρόσληψη. Το 61% των γυναικών >25 (58% της ομάδας >25) ανήκαν στις διατηρήσασες. Δεν βρέθηκαν διαφορές στην διατροφική συχνότητα, αλλά οι επανακτήσασες είχαν υψηλότερη πρόσληψη ενέργειας (p=0,007), υδατανθράκων (p=0,006) και λιπιδίων (p=0,01) και έτειναν να καταναλώνουν λιγότερο αλκοόλ (p=0,035). Οι άνδρες >25 ήταν κατά 65% διατηρούντες, οι οποίοι κατανάλωναν συχνότερα βραδινό (p=0,025).
Συζήτηση: Οι νέες γυναίκες φαίνεται να ωφελούνται από αύξηση της διατροφικής συχνότητας, μέσω της ανακατανομής των θερμίδων σε μικρότερα και συχνότερα επεισόδια. Αντίθετα, ο περιορισμός θερμίδων και λίπους, με καλύτερες τροφικές επιλογές φάνηκε ωφέλιμος σε μεγαλύτερες γυναίκες. Ένα συστηματικό ελαφρύ βραδινό μάλλον ωφελεί στην διατήρηση της απώλειας σε άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας. Απαιτείται περαιτέρω μελέτη για την διερεύνηση της διατροφικής συχνότητας και τον ρόλο της στην απώλεια βάρους και στη διατήρηση αυτής.