Περίληψη:
Οι υδατοσφαιριστές και οι κολυμβητές, όπως και όλοι οι αθλητές χρειάζονται μια θρεπτικά ισορροπημένη δίαιτα, που θα τους παρέχει επαρκή ποσά ενέργειας, μακροθρεπτικών και μικροθρεπτικών συστατικών, ικανά να καλύψουν τις ιδιαίτερα αυξημένες απαιτήσεις τους, που προκύπτουν λόγω της έντονης φυσικής δραστηριότητας (προπονήσεις, αγώνες). Στην πραγματικότητα παρατηρείται το αντίθετο. Οι αθλητές, λόγω έλλειψης διατροφικών γνώσεων και ελεύθερου χρόνου, δεν ακολουθούν τις διαιτητικές αρχές που αφορούν τον αθλητικό πληθυσμό, γεγονός που μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην αθλητική τους απόδοση. Οι διατροφικές επιλογές των αθλητών μπορεί να επηρεάζονται από διάφορους διατροφικούς μύθους που είναι αρκετά διαδεδομένοι, καθώς και από την υιοθέτηση ανορθόδοξων πρακτικών απώλειας βάρους. Σκοπός της μελέτης αυτής ήταν να αξιολογήσει την διαιτητική πρόσληψη αθλητών υγρού στίβου σε δύο διαφορετικές φάσεις, ανάμεσα στις οποίες μεσολαβούσε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, καθώς και την αποτελεσματικότητα ενός σύντομου προγράμματος παρέμβασης που εφαρμόστηκε σε κορυφαίους αθλητές της κολύμβησης και της υδατοσφαίρισης.
Στην έρευνα συμμετείχαν 24 κολυμβητές (12 άνδρες και 12 γυναίκες) και 24 υδατοσφαιριστές (12 άνδρες και 12 γυναίκες). Όλοι οι αθλητές είναι μέλη της Ελληνικής Εθνικής Ομάδας του αντίστοιχου αγωνίσματος. Όσον αφορά την εκτίμηση της διαιτητικής πρόσληψης των αθλητών στις δύο χρονικές περιόδους έγινε με χρήση της μεθόδου ανάκληση 24ώρου και του ερωτηματολογίου συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων. Η μεθοδολογία της παρέμβασης περιλάμβανε τη σύνταξη μιας αναλυτικής αναφοράς, που αποστελλόταν σε κάθε αθλητή ξεχωριστά μετά την πρώτη επίσκεψη στο εργαστήριο της κλινικής διαιτολογίας. Η αναφορά αυτή περιείχε πληροφορίες για τα ανθρωπομετρικά δεδομένα, τη διαιτητική πρόσληψη, καθώς και εξατομικευμένες συμβουλές σχετικά με τις αλλαγές που έπρεπε να κάνουν στη διατροφικές επιλογές τους.
Η στατιστική επεξεργασία των δεδομένων δεν έδειξε ουσιαστικές διαφορές στην πρόσληψη των μακροθρεπτικών και των μικροθρεπτικών συστατικών ανάμεσα στις δύο αξιολογήσεις. Κατά τη διάκριση του πληθυσμού με βάση το φύλο, η εικόνα παραμένει ίδια. Διαφοροποίηση εμφανίζεται κατά το διαχωρισμό των ατόμων σε κολυμβητές και υδατοσφαιριστές. Οι κολυμβητές μετά την ολοκλήρωση της παρέμβασης έδειξαν στατιστικά σημαντική μείωση στην πρόσληψη λίπους και χοληστερόλης σε σύγκριση με τους υδατοσφαιριστές. Διαπιστώνουμε λοιπόν μια βελτίωση στη διαιτητική συμπεριφορά των κολυμβητών. Αυτό ενδεχομένως να οφείλεται στο γεγονός ότι η κολύμβηση είναι ένα ατομικό άθλημα, όπου δηλαδή η απόδοση και το τελικό αποτέλεσμα εξαρτάται από ένα άτομο μόνο. Υπάρχει το ενδεχόμενο δηλαδή οι κολυμβητές λόγω της ψυχολογικής αυτής πίεσης που αισθάνονται επειδή πρέπει να στηριχθούν στον εαυτό τους να ενδιαφέρονται περισσότερο για την σωστή διατροφή, που είναι ένας παράγοντας που επηρεάζει την αθλητική απόδοση.
Όσον αφορά την ημερήσια κατανάλωση μερίδων τροφίμων, οι αθλητές είχαν μειωμένη πρόσληψη λαχανικών, φρούτων και αμυλούχων τροφίμων σε σχέση με τις προτεινόμενες από τη Μεσογειακή Πυραμίδα, τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη αξιολόγηση. Η πρόσληψη κόκκινου κρέατος και γαλακτοκομικών θεωρείται επαρκής. Μετά την ολοκλήρωση της παρέμβασης βελτίωση παρατηρείται στις επιλογές τροφίμων σε ποσοστό 80,9% των αθλητών που έχουν να κάνουν με το ορατό λίπος.
Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι η σύντομη αυτή μορφή παρέμβασης που εφαρμόστηκε δεν επηρέασε σε έντονο βαθμό τις διαιτητικές συνήθειες των κορυφαίων αθλητών (ανδρών και γυναικών) που συμμετείχαν σε αυτή. Υπάρχει μια ολοένα αυξανόμενη ανάγκη για το σχεδιασμό και την εφαρμογή περισσότερο εκτεταμένων και ειδικών προγραμμάτων διατροφικής αγωγής. Στόχος των προγραμμάτων αυτών πρέπει να είναι η εκπαίδευση των αθλητών ώστε να ακολουθούν τις διαιτητικές συστάσεις που απευθύνονται σε αυτούς για να επιτύχουν καλές επιδόσεις και να έχουν μακροπρόθεσμα οφέλη στην υγεία τους.