Περίληψη:
Εισαγωγή και σκοπός: Η κατανάλωση ενδιάμεσων γευμάτων σε παιδιά προσχολικής ηλικίας είναι ελλιπώς χαρακτηρισμένη. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνηθεί η σχέση μεταξύ παραγόντων της οικογένειας και του σχολικού περιβάλλοντος, και της κατανάλωσης ενδιάμεσων γευμάτων σε παιδιά ηλικίας 3,5-5,5 ετών. Υλικό και μέθοδος: Στα πλαίσια ευρωπαϊκής συγχρονικής μελέτης μελετήθηκαν 7056 παιδιά ηλικίας 3,5-5,5 ετών και οι οικογένειές τους από έξι ευρωπαϊκές χώρες. Η μελέτη περιλάμβανε ανθρωπομετρικές μετρήσεις, ερωτηματολόγια συμπληρούμενα από τους γονείς/ κηδεμόνες, αλλά και ερωτηματολόγια αξιολόγησης του σχολικού περιβάλλοντος παιδιών, συμπληρούμενα από τους ερευνητές. Για τη συσχέτιση των κατηγορικών μεταβλητών που μελετήθηκαν χρησιμοποιήθηκε ο στατιστικός έλεγχος Χ2. Επιπλέον, πραγματοποιήθηκε λογαριθμιστική παλινδρόμηση για τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ των παραγόντων της οικογένειας και του σχολικού περιβάλλοντος και της καθημερινής κατανάλωσης ενδιάμεσων γευμάτων από τα παιδιά. Αποτελέσματα: Η συχνότητα της καθημερινής κατανάλωσης ενδιάμεσων γευμάτων από τα παιδιά στο σύνολο του δείγματος ήταν 82,2%, και συγκεκριμένα, 83,0% για τα αγόρια και 81,3% για τα κορίτσια (p=0,067). Τα υψηλότερα ποσοστά στην κατανάλωση ενδιάμεσων γευμάτων τόσο των παιδιών, όσο και των γονέων/ κηδεμόνων τους, παρουσίασε το Βέλγιο (91,4% και 50,6%, αντίστοιχα), ενώ τα χαμηλότερα για τα παιδιά η Ελλάδα (71,8%) και για τους γονείς/ κηδεμόνες η Βουλγαρία (23,5%). Η διαφορά μεταξύ των χωρών στη συχνότητα κατανάλωσης ενδιάμεσων γευμάτων τόσο για τα παιδιά όσο και για τους γονείς/ κηδεμόνες ήταν στατιστικά σημαντική (p<0,001). Η καθημερινή κατανάλωση ενδιάμεσων γευμάτων ήταν υψηλότερη στα παιδιά φυσιολογικού σωματικού βάρους σε σύγκριση με τα υπέρβαρα ή παχύσαρκα παιδιά στο σύνολο του δείγματος (82,7% και 79,2%, αντίστοιχα, p=0,008). Από τα κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά και ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά των γονέων/ κηδεμόνων, ισχυρή ήταν η συσχέτιση του εκπαιδευτικού επιπέδου των γονέων/ κηδεμόνων στην καθημερινή κατανάλωση ενδιάμεσων γευμάτων από τα παιδιά τους, με αυτά που είχαν τουλάχιστον έναν γονέα/ κηδεμόνα με ≥ 14 έτη εκπαίδευσης να παρουσιάζουν μεγαλύτερα ποσοστά (p<0,001). Η καθημερινή κατανάλωση ενδιάμεσων γευμάτων από τα παιδιά ήταν υψηλότερη σε αυτά των οποίων οι γονείς/ κηδεμόνες επίσης, κατανάλωναν καθημερινά ενδιάμεσα γεύματα, σε σχέση με αυτά που οι γονείς/ κηδεμόνες τους δεν τα κατανάλωναν καθημερινά (88,2% και 78,6%, αντίστοιχα, p<0,001). Σχετικά με το σχολικό περιβάλλον, η συστηματική παρότρυνση των παιδιών από τους δασκάλους να καταναλώνουν μόνο υγιεινά ενδιάμεσα γεύματα και η προώθησή τους ως μέρος του εκπαιδευτικού προγράμματος για την υγεία συσχετίστηκαν θετικά με την κατανάλωση ενδιάμεσων γευμάτων από τα παιδιά (p=0,037 και p=<0,001, αντίστοιχα). Ωστόσο, στο μοντέλο της πολλαπλής λογαριθμιστικής παλινδρόμησης, το σχολικό περιβάλλον δεν είχε πλέον στατιστικά σημαντική συσχέτιση, ενώ, η καθημερινή κατανάλωση ενδιάμεσων γευμάτων από τους γονείς/ κηδεμόνες και το υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο συσχετίστηκαν θετικά με την κατανάλωση ενδιάμεσων γευμάτων από τα παιδιά ακόμη και μετά από στάθμιση για συγχυτικούς παράγοντες. Συμπεράσματα: Η καθημερινή κατανάλωση ενδιάμεσων γευμάτων από τους γονείς/ κηδεμόνες και το εκπαιδευτικό επίπεδο των γονέων/ κηδεμόνων, και πιθανώς το σχολικό περιβάλλον, φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο στην καθημερινή κατανάλωση ενδιάμεσων γευμάτων από τα παιδιά. Για το λόγο αυτό, και καθώς η καθημερινή κατανάλωση ενδιάμεσων γευμάτων φαίνεται να συσχετίζεται αρνητικά με την ύπαρξη υπέρβαρου και παχυσαρκίας, κρίνεται απαραίτητη η συνεκτίμηση των παραπάνω παραγόντων κατά τον σχεδιασμό και την εφαρμογή προγραμμάτων παρέμβασης για την πρόληψη της παχυσαρκίας σε παιδιά προσχολικής ηλικίας.