Περίληψη:
Ως ιχνηλασιμότητα στον τομέα των επιχειρήσεων που εμπλέκονται στην εφοδιαστική αλυσίδα τροφίμων ορίζεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση «η ικανότητα παρακολούθησης ενός τροφίμου, ζωοτροφής, ζώου από το οποίο παράγονται τρόφιμα ή ουσίας που προορίζεται για κατανάλωση μέσα από όλα τα στάδια παραγωγής, επεξεργασίας και διανομής τους» (Κανονισμός Νο 178/2002, άρθρο 18). Η εφαρμογή της ιχνηλασιμότητας των τροφίμων είναι υποχρεωτική από τις επιχειρήσεις τροφίμων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 2005, αποσκοπεί πρωταρχικά στην ταχεία ανάκληση μίας προβληματικής παρτίδας τροφίμων και μπορεί να εφαρμοστεί από τις επιχειρήσεις είτε χειρόγραφα είτε με τη χρήση των πλέον σύγχρονων συστημάτων που έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια (σύγχρονα συστήματα κωδικοποίησης και λογισμικά). Πρόκειται για μία έννοια ακόμα αμφιλεγόμενη, καθώς δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς τον κύριο σκοπό και τις διαδικασίες εφαρμογής της, ενώ οι διαφωνίες για τα θέματα αυτά φαίνεται να αντανακλούν εθνικές προτεραιότητες και οικονομικά συμφέροντα. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με την έρευνά μας, η εφαρμογή των σύγχρονων συστημάτων ιχνηλασιμότητας προχωρά με αργούς ρυθμούς σε σχέση με την υπόλοιπη προηγμένη Ευρώπη ιδιαίτερα στις μικρές και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις, ενώ η οικονομική κρίση φαίνεται να είναι ένας σημαντικός ανασταλτικός παράγοντας για την εξάπλωσή της. Ωστόσο, παρατηρείται αυξημένο ενδιαφέρον των επιχειρήσεων τα τελευταία χρόνια, αφού η έως σήμερα πρακτική έχει δείξει ότι η επένδυση μιας επιχείρησης τροφίμων σε ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό σύστημα ιχνηλασιμότητας μπορεί όχι μόνο να της προσφέρει συγκριτικό πλεονέκτημα όσον αφορά το marketing των προϊόντων της και την αξιοπιστία της, αλλά και να της επιτρέψει μία επιτυχημένη στροφή σε εξαγωγικές δραστηριότητες.
Λέξεις-κλειδιά:
ιχνηλασιμότητα, τρόφιμα, αλυσίδα, κωδικοποίηση, συστήματα