Περίληψη:
Εισαγωγή: Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 (ΣΔτ2), είναι ένα νόσημα με πολλαπλή αιτιολογία που συνδέεται με το μεταβολισμό των μακροθρεπτικών συστατικών. Η διατροφή διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο, τόσο στην πρόληψη, όσο και στην αντιμετώπιση της νόσου. Οι επίσημοι φορείς έχουν διατυπώσει συστάσεις για την αντιμετώπιση του ΣΔτ2, χωρίς ωστόσο να αναφέρουν τη συχνότητα των γευμάτων. Μέχρι σήμερα, οι επαγγελματίες υγείας συστήνουν τα μικρά και συχνά γεύματα, για την καλύτερη διαχείριση του ΣΔτ2. Ωστόσο, στη βιβλιογραφία, οι έρευνες που μελετούν τη συχνότητα των γευμάτων, σε υγιή πληθυσμό και σε πληθυσμό με ΣΔτ2, έχουν αντικρουόμενα αποτελέσματα. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνήσει τις επιδράσεις της διαφορετικής κατανομής γευμάτων μέσα στην ημέρα, στο γλυκαιμικό έλεγχο, αλλά και σε άλλους δείκτες, ατόμων με ΣΔτ2, χωρίς ταυτόχρονη μεταβολή στο σωματικό τους βάρος. Μέθοδος: Το δείγμα που συμμετείχε στη μελέτη ήταν 29 άτομα (16 άντρες, 13 γυναίκες), με ΔΜΣ> 25 Kg/m2, που έπασχαν από ΣΔτ2. Η μελέτη ήταν μία τυχαιοποιημένη διασταυρούμενη κλινική δοκιμή συνολικής διάρκειας 6 μηνών. Κατά τη διάρκεια της παρέμβασης, πραγματοποιήθηκαν συνολικά 3 δοκιμασίες ανοχής γλυκόζης (έναρξη παρέμβασης, 3 μήνες, 6 μήνες). Αρχικά οι εθελοντές υποβλήθηκαν στην πρώτη δοκιμασία ανοχής γλυκόζης και κατηγοριοποιήθηκαν σε μία από τις δυο ομάδες για ένα τρίμηνο. Η μία ομάδα έλαβε διαιτολόγιο διατήρησης του σωματικού βάρους με 3 γεύματα ανά ημέρα και η άλλη ομάδα διαιτολόγιο διατήρησης σωματικού βάρους με 6 γεύματα ανά ημέρα. Οι δίαιτες διέφεραν μόνο ως προς τον αριθμό των γευμάτων και είχαν σύσταση σε υδατάνθρακες: πρωτεΐνες: λίπη 45%: 20%: 35%, αντίστοιχα. Οι εθελοντές ακολούθησαν την κάθε δίαιτα για διάστημα 3 μηνών. Μετά το πρώτο τρίμηνο οι εθελοντές υποβλήθηκαν στη δεύτερη δοκιμασία ανοχής γλυκόζης και τους χορηγήθηκε η δεύτερη δίαιτα για ένα τρίμηνο. Κατά το τέλος του δεύτερου τριμήνου, όπου ήταν και το τέλος όλης της μελέτης έγινε η τελευταία δοκιμασία ανοχής γλυκόζης. Σε κάθε συνάντηση με τους ερευνητές γίνονταν μέτρηση των ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών, εκτίμηση της διαιτητικής πρόσληψης μέσω ανακλήσεων 24ώρου. Επιπλέον, δείγματα αίματος λαμβάνονταν 3 φορές κατά τη διάρκεια της μελέτης (αρχή, πρώτο τρίμηνο, δεύτερο τρίμηνο), για την αξιολόγηση της γλυκόζης και ινσουλίνης (νηστείας και μεταγευματικά) και του λιπιδαιμικού προφίλ. Αποτελέσματα: Η μέση ηλικία των εθελοντών κατά την έναρξη της μελέτης, ήταν 53,7 ± 11,3 χρόνια και ο μέσος δείκτης μάζας σώματος 32,2 ± 5 Kg/m². Από την ανάλυση των ανακλήσεων 24ώρου δεν υπήρχε καμία στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων της παρέμβασης ως προς τη συνολική πρόσληψη ενέργειας και τα μακροθρεπτικών συστατικών και ήταν σύμφωνες με τους στόχους της μελέτης. Επιπλέον, το σωματικό βάρος παρέμεινε σταθερό καθ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης. Το αίσθημα της πείνας, του κορεσμού και της επιθυμίας για φαγητό δεν ήταν στατιστικά σημαντικά διαφορετικό μεταξύ των δύο ομάδων. Επίσης, καμία στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των ομάδων δεν παρατηρήθηκε για το γλυκαιμικό έλεγχο, όπως ελέγχθηκε από τις συγκεντρώσεις ινσουλίνης και γλυκόζης νηστείας και μεταγευματικά, τη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη και από τους δείκτες HOMA και MATSUDA. Τέλος, καμία στατιστικά σημαντική διαφορά δεν παρατηρήθηκε στο λιπιδαιμικό προφίλ των εθελοντών. Συμπέρασμα: Η παρούσα μελέτη δεν κατάφερε να δείξει κάποια στατιστικά σημαντική επίδραση της συχνότητας γευμάτων στους δείκτες που μελετήθηκαν σε άτομα με διαγνωσμένο σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Συνεπώς ο αριθμός των γευμάτων μπορεί να κυμαίνεται από 3 έως 6 γεύματα χωρίς διαφοροποιήσεις στο γλυκαιμικό έλεγχο και πρέπει να εξατομικεύεται ανάλογα και με τις επιθυμίες του κάθε ασθενούς.