Περίληψη:
Ο εντερικός μικροβιόκοσμος διαδραματίζει ένα ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην υγεία του ανθρώπου μέσω πολλών ανοσορρυθμιστικών, μεταβολικών και άλλων λειτουργιών. Τα τελευταία χρόνια αποτελεί μία καινοτόμο προσέγγιση για την κατανόηση των μηχανισμών και στη συνέχεια πιθανά για την πρόληψη και αντιμετώπιση διαταραχών ανάμεσα στις οποίες είναι και η παχυσαρκία. Φαίνεται ότι η διαφοροποιημένη σύσταση και ποικιλομορφία του εντερικού μικροβιόκοσμου επηρεάζει την εμφάνιση και εξέλιξη της παχυσαρκίας. Στη παρούσα πτυχιακή μελέτη πραγματοποιήθηκε κατηγοριοποίηση 16 υγιών ενήλικων εθελοντών σε ομάδες ανάλογα με το Δείκτη Μάζας Σώματος (φυσιολογικού βάρους, υπέρβαροι, παχύσαρκοι). Στη συνέχεια έγινε σύγκριση συγκεκριμένων μικροβιολογικών πληθυσμών του εντερικού μικροβιόκοσμου των εθελοντών που προσδιορίστηκαν μέσω μικροβιολογικής ανάλυσης των κοπράνων τους, των γαστρεντερικών συμπτωμάτων τους, των σωματομετρικών χαρακτηριστικών τους και της διαιτητικής τους πρόσληψης.
Η ολική μεσόφιλη αναερόβια μικροχλωρίδα και ο πληθυσμός των Clostridium spp. διέφεραν σημαντικά μεταξύ των ομάδων (p=0,013 και p=0,042 αντίστοιχα), με τους υπέρβαρους και τους παχύσαρκους να εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα ολικών αναερόβιων μικροοργανισμών και τους παχύσαρκους να εμφανίζουν υψηλότερο πληθυσμό Clostridium spp. από τα άτομα φυσιολογικού βάρους. Τα επίπεδα Bacteroides spp. έτειναν να είναι υψηλότερα στην ομάδα των παχύσαρκων ατόμων (p=0,101) και τα επίπεδα των Staphylococcus spp. εμφάνισαν τάση να είναι χαμηλότερα στις ομάδες των παχύσαρκων και των υπέρβαρων ατόμων σε σχέση με τα άτομα φυσιολογικού βάρους (p=0,091).
Όσον αφορά τα γαστρεντερικά συμπτώματα φάνηκε ότι η συχνότητα κενώσεων είχε τάση να διαφέρει μεταξύ των ομάδων (p=0,063) με τους υπέρβαρους να έχουν τη μικρότερη συχνότητα. Μόνο στην ομάδα των παχύσαρκων ατόμων καταγράφηκαν διαρροϊκές κενώσεις (p=0,040) ενώ η σύσταση των κοπράνων βάσει της κλίμακας Bristol είχε τάση να διαφέρει μεταξύ των ομάδων (p=0,103) με τους παχύσαρκους να σημειώνουν το μεγαλύτερο σκορ. Η οσμή των κοπράνων παρουσίασε τάση για διαφοροποίηση μεταξύ των ομάδων (p=0,127) με τα κόπρανα των υπέρβαρων και των παχύσαρκων ατόμων να μυρίζουν πιο έντονα.
Στη σωματική δραστηριότητα σημειώθηκε σημαντική διαφορά μεταξύ των ομάδων στη μέτριας έντασης φυσική δραστηριότητα (p=0,036) με την ομάδα των ατόμων φυσιολογικού βάρους να παρουσιάζει μεγαλύτερη δραστηριότητα μέτριας έντασης σε σχέση με τις ομάδες των υπέρβαρων και των παχύσαρκων ατόμων. Επιπλέον οι φυσιολογικού βάρους εθελοντές είχαν τάση να περπατούν περισσότερο (p=0,111) και να είναι στο σύνολό τους πιο δραστήριοι σε σχέση με τις άλλες δύο ομάδες (p=0,120). Τέλος, δεν παρατηρήθηκε κάποια διαφορά μεταξύ των ομάδων στη διαιτητική τους πρόσληψη πέρα από την κατανάλωση αλκοόλ (p=0,093) όπου η ομάδα των παχύσαρκων ατόμων είχε τάση να καταναλώνει μεγαλύτερες ποσότητες από τις άλλες ομάδες.