Περίληψη:
Η μελέτη της διαχείρισης των κινδύνων καθώς και των φυσικών και τεχνολογικών καταστροφών, συμπεριλαμβάνει πλέον τις έννοιες της τρωτότητας και της προσαρμοστικότητας. Στην παρούσα εργασία αρχικά εξετάζονται ερωτήματα που αφορούν στο περιεχόμενο αυτών των δυο εννοιών. Εξετάζεται η σχέση που έχουν μεταξύ τους, όπως για παράδειγμα αν αλληλοσυμπληρώνονται ή η μια έρχεται σε αντίθεση με την άλλη ή ακόμη και αν αποτελούν δυο διαφορετικές προσεγγίσεις στη διαδικασία διαχείρισης των κινδύνων και των καταστροφών.
Τα τελευταία χρόνια πολλά προγράμματα διαχείρισης κινδύνων καθώς και επιστημονικές μελέτες αναδεικνύουν όλο και περισσότερο τη σημασία της προσαρμοστικότητας μάλλον σε βάρος της διαχείρισης της τρωτότητας. Αυτό παρατηρείται ιδιαίτερα μετά την υιοθέτηση από τα Ηνωμένα Έθνη και του αρμόδιου Οργανισμού για τη Διεθνή Στρατηγική για τη Μείωση των Κινδύνων (UN/ISDR) της έννοιας της προσαρμοστικότητας (Hyogo Framework for Action 2005-2015) ως βασικής έννοιας για την ικανότητα των συστημάτων που έχουν πληγεί από μια καταστροφή να αποκαθιστούν τη λειτουργία τους δεχόμενα λίγη ή καθόλου εξωτερική βοήθεια. Ωστόσο, και εδώ υπάρχουν πολλά ερωτήματα καθώς για να επιτευχθεί η ικανότητα ενός συστήματος να αποκαθιστά τις δυσλειτουργίες που προέκυψαν από μια καταστροφή ή ακόμη να αποτρέπει ενδεχόμενους κινδύνους, απαιτείται να δοθεί έμφαση στη μείωση των ανεπαρκειών του, των μορφών τρωτότητας που το χαρακτηρίζει και στη βελτίωση των συνθηκών ύπαρξης και λειτουργίας του. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, η έννοια της προσαρμοστικότητας λειτουργεί μάλλον ως μετάθεση της ευθύνης της αποκατάστασης Στην περίπτωση των τεχνολογικών κινδύνων, ακόμη και η επικινδυνότητα (η ακραία ενεργοποιητική διαδικασία της καταστροφής) προέρχεται από το ανθρωπογενές τεχνολογικό σύστημα, σε αντίθεση με τους φυσικούς κινδύνους, καθιστώντας την τρωτότητα μια πιο σύνθετη υπόθεση.
Μια σειρά ατυχημάτων που συνέβησαν τα προηγούμενα χρόνια σε παγκόσμιο επίπεδο ανέδειξαν τις μορφές τρωτότητας που σχετίζονται με τους τεχνολογικούς κινδύνους και τις ανεπάρκειες που χαρακτηρίζουν τα πληττόμενα συστήματα. Ως μελέτη περίπτωσης, θα εξετάσουμε δυο ατυχήματα που προέρχονται από την εξορυκτική βιομηχανία, συνέβησαν σε δυο διαφορετικές χώρες της Ε.Ε. με διαφορά 10 ετών και βρήκαν απροετοίμαστες τις τοπικές κοινότητες να αντιμετωπίσουν το γεγονός.
Το ατύχημα στην Baia Mare της Ρουμανίας το 2000, είχε ως αποτέλεσμα τη διαρροή 120 τόνων τοξικού κυανίου στο υδάτινο οικοσύστημα, ανέδειξε τις μορφές τρωτότητας που
8
συνέβαλαν στο καταστροφικό γεγονός και στάθηκε η αφορμή για να αναδειχθούν ζητήματα που σχετίζονται με τη δημόσια ασφάλεια, την προστασία των φυσικών οικοσυστημάτων και τη μείωση της τρωτότητας σε ευρωπαϊκό αλλά και διεθνές επίπεδο.
Στις 4 Οκτωβρίου 2010 συνέβη ένα από τα χειρότερα ατυχήματα διαρροής τοξικών αποβλήτων στην Ευρώπη, κοντά στην πόλη Ajka της Ουγγαρίας και σχεδόν 160 χλμ νοτιοδυτικά της Βουδαπέστης, στις εγκαταστάσεις της εταιρίας παραγωγής Αλουμινίου MAL Ltd. Συγκεκριμένα, το φράγμα μιας εκ των δεξαμενών αποθήκευσης υγρών αποβλήτων κατέρρευσε και σχεδόν 1 εκ. κυβικά μέτρα κόκκινης τοξικής λάσπης πλημμύρισε μια περιοχή 1.020 εκταρίων και κατέληξε στον ποταμό Marcal, παραπόταμο του Δούναβη. Η διαρροή τοξικών υπολειμμάτων από εξορυκτικές δραστηριότητες (toxic spills from mining activities), είναι μια σχετικά νέα κατηγορία τεχνολογικών ατυχημάτων που αναγνώρισε ο Οργανισμός Περιβάλλοντος της ΕΕ.
Τα ατυχήματα αυτού του είδους έχουν, συνήθως, μακροπρόθεσμες και σοβαρές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες. Τα συγκεκριμένα ατυχήματα, αλλά και μια σειρά άλλων ατυχημάτων μεγάλης έκτασης με σοβαρές συνέπειες, μας δίνουν την ευκαιρία να εντοπίσουμε τις μορφές τρωτότητας που αναδείχτηκαν αλλά και την ικανότητα προσαρμοστικότητας των συστημάτων στους τεχνολογικούς κινδύνους.