Περίληψη:
Ο λιπώδης ιστός εκκρίνει μία πληθώρα βιομορίων, τα οποία διαδραματίζουν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση του μεταβολισμού και στην αλληλεπίδραση του λιπώδους ιστού και του ανοσοποιητικού συστήματος, ρυθμίζοντας τη φλεγμονώδη απόκριση. Η αντιπονεκτίνη, (αντιποκίνη του λιπώδους ιστού) παράγεται αποκλειστικά στα λιποκύτταρα και η συγκέντρωσή της στο πλάσμα είναι η υψηλότερη, σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη, γνωστή μέχρι σήμερα, ορμόνη. Τα επίπεδα της αντιπονεκτίνης φαίνεται να επηρεάζονται από τις διάφορες παθογενείς καταστάσεις, όπως η παχυσαρκία, ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου ΙΙ και η στεφανιαία νόσος. Η αντιπονεκτίνη θεωρείται ότι ασκεί προστατευτική δράση έναντι της ανάπτυξης αθηρωματικής πλάκας και του μεταβολικού συνδρόμου, λόγω της αντί-φλεγμονώδους και αντί-διαβητικής της δράσης. Συνεχώς νέες έρευνες φέρνουν στο φως πιθανές ευεργετικές ιδιότητες των αυξημένων συγκεντρώσεων των παραγώγων ορμονών του λιπώδους ιστού. Η παρούσα μελέτη θα ασχοληθεί κυρίως με την σχέση επιπέδων αντιπονεκτίνης (αντιποκίνης, ορμόνης του λιπώδους ιστού) και διατροφής. Συγκεκριμένα θέλουμε να διερευνήσουμε εάν η μεσογειακή διατροφή εκτός των διαφόρων θετικών επιδράσεων στην υγεία, έχει και θετική συσχέτιση με τα επίπεδα αντιπονεκτίνης πλάσματος.