Περίληψη:
Σκοπός αυτής της εργασίας ήταν η εκτίμηση της σχέσης μεταξύ της διαιτητικής πρόσληψης και των διατροφικών συνηθειών και της σωματικής σύστασης παιδιών και εφήβων. Για το σκοπό αυτό πραγματοποιήθηκαν ανθρωπομετρήσεις και χορηγήθηκαν Ερωτηματολόγια Συχνότητας Κατανάλωσης Τροφίμων σε 1039 παιδιά (533 αγόρια και 506 κορίτσια), ηλικίας 10.472.66 ετών (μέση τιμήτυπική απόκλιση, εύρος ηλικίας: 6-17 ετών) με Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) 19.203.58 Kg/m2. Όλα τα παιδιά φοιτούσαν σε ιδιωτικό σχολείο του Ν. Αττικής. Οι ανθρωπομετρήσεις περιελάμβαναν την καταγραφή του ύψους και του βάρους, την μέτρηση του πάχους των δερματοπτυχών και της περιφέρειας της μέσης και των ισχύων, καθώς και τον υπολογισμό του σωματικού λίπους με βιοηλεκτρική εμπέδηση. Καταγράφηκαν επίσης το αυτοδηλούμενο βάρος και ανάστημα του πατέρα και της μητέρας. Η στατιστική ανάλυση περιελάμβανε τον έλεγχο κανονικότητας, απλές συσχετίσεις και πολλαπλές παλινδρομήσεις με το ΔΜΣ και το ποσοστό του σωματικού λίπους ως εξαρτημένες μεταβλητές. Όλες οι αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν αρχικά στο σύνολο του δείγματος και στη συνέχεια ξεχωριστά σε αγόρια, κορίτσια, παιδιά και εφήβους. Επτά τοις εκατό των παιδιών ήταν παχύσαρκα, 24.7% υπέρβαρα και το 68.8% είχαν φυσιολογικό ΔΜΣ. Σε ότι αφορά τις διατροφικές συνήθειες, 8.1% των παιδιών δεν κατανάλωνε ποτέ πρωινό ενώ 66.3% κατανάλωνε πρωινό καθημερινά. Επιπλέον, 45.6% των παιδιών είχε περισσότερα από τρία διατροφικά επεισόδια την ημέρα και 54.2% κατανάλωνε φαγητό εκτός σπιτιού 1-2 φορές την εβδομάδα. Στο σύνολο του δείγματος παρατηρήθηκε, επίσης, αυξημένη κατανάλωση ανθρακούχων ποτών. Συγκεκριμένα, 10.8% των παιδιών κατανάλωνε ένα αναψυκτικό την ημέρα, ενώ μόλις 22.3% των παιδιών ανέφερε ότι δεν κατανάλωνε ποτέ αναψυκτικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι η κατανάλωση light αναψυκτικών δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής, αφού 75% του δείγματος δήλωσε ότι δεν κατανάλωνε αναψυκτικά αυτής της κατηγορίας. Τέλος, στη μελέτη καταγράφηκε μειωμένη κατανάλωση γαλακτοκομικών αφού μόλις 22.4% των παιδιών έπιναν ένα ποτήρι γάλα και 6.2% έτρωγε ένα γιαούρτι ημερησίως. Η πρόσληψη ασβεστίου σχετίστηκε αρνητικά με το ποσοστό σωματικό λίπος, (r= -0.293, p<0.01, n=846) και το ΔΜΣ (r= -0.200, p<0.01, n=1033). Τα αποτελέσματα αυτά συμφωνούν με εκείνα πρόσφατων μελετών σε ενήλικες. Η κατανάλωση ανθρακούχων ποτών σχετίστηκε με αυξημένο ΔΜΣ (r=0.146, p<0.01, n=964) στο δείγμα της παρούσας έρευνας. H συχνότητα κατανάλωσης πρωινού και ο αριθμός των διατροφικών επεισοδίων ημερησίως σχετίστηκαν (p<0.01) με μειωμένο σωματικό λίπος (r= -0.223 και r= 0.185, αντίστοιχα) και μειωμένο ΔΜΣ (r= -0.239 και r= 0.236,αντίστοιχα). Τέλος, ο ΔΜΣ των γονέων σχετίστηκε θετικά με το Δ.Μ.Σ. των παιδιών (r= 0.206, p<0.01). Από την πολλαπλή παλινδρόμηση προέκυψε ότι το 16% της διακύμανσης του ποσοστού του σωματικού λίπους των παιδιών και των εφήβων του δείγματος εξηγείται από την πρόσληψη ασβεστίου, τον Δ.Μ.Σ. της μητέρας, τη συχνότητα κατανάλωσης πρωινού και τον αριθμό των διατροφικών επεισοδίων. Συμπερασματικά, φαίνεται ότι η κατανάλωση πρωινού, ο αριθμός των διατροφικών επεισοδίων, η πρόσληψη ασβεστίου και η σωματική σύσταση της μητέρας σχετίζονται με τη σωματική σύσταση αγοριών και κοριτσιών παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Τα συμπεράσματα αυτά θα πρέπει να αξιολογηθούν υπό το πρίσμα των περιορισμών που θέτει η επιλογή του δείγματος της παρούσας μελέτης. Φαίνεται πάντως ότι η κατανάλωση συχνών γευμάτων, η καθημερινή λήψη πρωινού, ο εμπλουτισμός του διαιτολογίου με γαλακτοκομικά προϊόντα και η αποφυγή της κατανάλωσης ανθρακούχων ποτών μπορούν, μεταξύ των άλλων, να συνεισφέρουν στη διαμόρφωση ευνοϊκής σωματικής σύστασης σε αγόρια και κορίτσια ηλικίας 6-17 ετών.