Περίληψη:
Η εφηβική παχυσαρκία έχει λάβει διαστάσεις παγκόσμιας επιδημίας, και παρά τον όλο και αυξανόμενο επιπολασμό της, πολύ λίγες μελέτες προγραμμάτων αντιμετώπισης της εφηβικής παχυσαρκίας είναι διαθέσιμες στην βιβλιογραφία. Τα προγράμματα αντιμετώπισης της εφηβικής παχυσαρκίας πρέπει να περιλαμβάνουν διατροφική εκπαίδευση, αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες, αλλαγές στις συνήθειες φυσικής δραστηριότητας, και τροποποίηση της συμπεριφοράς, θέτοντας πάντα εφικτούς και ρεαλιστικούς στόχους. Εντούτοις το είδος της διατροφικής παρέμβασης, το πρωτόκολλο της άσκησης καθώς και οι συμπεριφοριστικές τεχνικές που εφαρμόζονται διαφέρουν σε κάθε πρόγραμμα.
Για τον αντίστοιχο πληθυσμό εφήβων στην Ελλάδα δεν έχουν εφαρμοστεί θεραπευτικά προγράμματα της παχυσαρκίας και γι’ αυτό σκοπός της παρούσας μελέτης αποτελεί ο σχεδιασμός ενός πρότυπου προγράμματος για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας σε έφηβους ηλικίας 12-15 ετών, με τη χρήση του Διαθεωρητικού Μοντέλου αλλαγής της συμπεριφοράς και την παρακολούθηση της πορείας στους 6 μήνες από την αρχή του εντατικού προγράμματος. Οι στόχοι του προγράμματος συνοψίζονται στους εξής: α) τροποποίηση της διαιτητικής συμπεριφοράς και των συνηθειών φυσικής δραστηριότητας, β) υποστήριξη ανάπτυξης εφήβου, γ) τη διατήρηση του βάρους και μείωση όπου ενδείκνυται.
Στο πρόγραμμα συμμετείχαν 10 έφηβοι με μέσο όρο ηλικίας 12,9 1,2 έτη που παρακολουθήθηκαν και στους έξι μήνες, όπου φάνηκε ότι το ποσοστό υπέρβαρου μειώθηκε σημαντικά κατά 7,2% (από 41,718,5% σε 34,519,8%) ενώ ταυτόχρονα μειώθηκε σημαντικά και το ποσοστό παχύσαρκου κατά 5,6% (από 15,715,2% σε 10,116,3%). Επίσης μειώθηκε στατιστικά σημαντικά και η ημερήσια πρόσληψη ενέργειας, και εμφανίστηκε αξιόλογη βελτίωση στις περισσότερες συμπεριφορές-στόχους του προγράμματος. Όσον αφορά τη διαιτητική συμπεριφορά των εφήβων, στους 6 μήνες παρακολούθησης αύξησαν στατιστικά σημαντικά τις προσπάθειες περιορισμού της καταναλισκόμενης τροφής, ενώ όσον αφορά τα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας εμφανίστηκε μια τάση αύξησης του χρόνου φυσικής δραστηριότητας των εφήβων κατά 20 λεπτά περίπου, που όμως δεν ήταν στατιστικά σημαντική σε σύγκριση με την αρχή της μελέτης. Παράλληλα φάνηκε να μην μειώνεται σημαντικά ο χρόνος που αφιερώνουν οι έφηβοι στις καθιστικές δραστηριότητες, και ο χρόνος τηλεθέασης να επανέρχεται στα αρχικά επίπεδα με αυτά που παρουσιάζονται στην αρχή της μελέτης.
Μερικές από τις αδυναμίες της παρούσας μελέτης αποτελούν το μικρό μέγεθος του δείγματος, η απουσία ομάδας ελέγχου, πο μελλοντικά σκοπεύουμε να καλυφθούν.
Ωστόσο η εφαρμογή του δικού μας ερευνητικού θεραπευτικού πρωτοκόλλου αποτελεί μια καινοτομία για τον ελληνικό χώρο. Δεν ακολουθούνται οι παραδοσιακές τεχνικές συνταγοφράφησης διαιτολογίου, που ενέχουν την ανησυχία για την καθυστέρηση της ανάπτυξης των εφήβων ή την εμφάνιση διαταραχών λήψης τροφής. Η έμφαση σε «προβληματικές» συμπεριφορές στόχους, η δυνατότητα επιλογής από τον έφηβο των τιθέμενων στόχων, η σχέση συνεργασίας μεταξύ θεραπευτή-θεραπευόμενου, αποτελούν τα βασικά και πρωτοποριακά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου θεραπευτικού προγράμματος.