Πρωτότυπος Τίτλος:
Αρχαιολογική Έρευνα και Γεωπληροφορική. Η περιοχή της Κυνουρίας από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού μέχρι την Ύστερη Aρχαιότητα: Συνδυαστική Ανάλυση των μεταμορφώσεων του οικιστικού προτύπου (δομημένο περιβάλλον, δίκτυα, και ιερά) και του γεωπεριβάλλοντος
Περίληψη:
Η εξέταση του οικιστικού προτύπου στην Κυνουρία κατά την Αρχαιότητα, με εργαλεία γεωπληροφορικής και συγκεκριμένα με τα Συστήματα Γεωγραφικών Πληροφορίων (ΣΓΠ) βρέθηκε στο επίκεντρο της έρευνας που ξεκίνησε να υλοποιείται εδώ και τρία έτη στο πλαίσιο εκπόνηση της παρούσας διδακτορικής διατριβής.
Η χρήση των ΣΓΠ για την ανάλυση του οικιστικού προτύπου ή, αλλιώς, της διάταξης των οικισμών στην περιοχή αυτή, δεν έγινε βέβαια τυχαία. Ήταν το ίδιο το αρχαιολογικό υλικό, ο προσανατολισμός της έρευνας, αλλά και η κατεύθυνση που μέχρι πολύ πρόσφατα ακολουθούσε η διερεύνηση των αρχαιολογικών πραγμάτων στην Κυνουρία. Η Κυνουρία, υπό το βάρος μιας επιστημολογικής παράδοσης που οι ρίζες της ανιχνεύονται στον 19ο αι. και υπό το λιγοστό φως των ούτως ή άλλως ελλειμματικών πηγών, αλλά και της ιστορικής τοπογραφίας, ποτέ δεν αντιμετωπίστηκε ξεχωριστά, ως περιφέρεια ή ενδιάμεσος χώρος, πολύ κοντά στα εκάστοτε κέντρα ισχύος τόσο κατά την Προϊστορία, όσο και κατά τους Ιστορικούς Χρόνους. Η εξέταση των αρχαιολογικών δεδομένων της περιοχής στο πλαίσιο μελετών για την Λακωνία ή η παρουσίασή τους κατά τάξη προσανατολισμού, εν είδει καταλόγου, αποτελεί τον κανόνα. Το ερμηνευτικό σχήμα πάντοτε αντλείται από τις φιλολογικές μαρτυρίες και δη αυτές των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων.
Ως εκ τούτου, μία νέα προσέγγιση των δεδομένων της περιοχής κρίθηκε επιβεβλημένη. Η προσέγγιση αυτή ώφειλε να λάβει πλέον υπ’ όψιν τον χώρο, αλλά και τον χρόνο όχι μόνο στην μικροπρόθεσμη διάστασή του, αλλά στο πλαίσιο μακροπρόθεσμων δομών και μεσοπρόθεσμων κύκλων. Τα ιστορικά και αρχαιολογικά δεδομένα της περιοχής έπρεπε πλέον να εξετασθούν στο πλαίσιο που ορίζει το γεωπεριβάλλον αυτό καθ’ αυτό και οι όποιες μεταμορφώσεις του - στην παράκτια εν προκειμένω - ζώνη. Το προτεινόμενο μοντέλο ερμηνείας βασίζεται στον συνεχή διάλογο μεταξύ γεωχωρικών και αρχαιο-χωρικών πρωτογενών και δευτερογενών δεδομένων και της αρχαιολογικής και ιστορικής πληροφορίας και γνώσης.
Τα ΣΓΠ, επομένως, δεν επελέγησαν απλά ως εργαλείο, αλλά βρίσκονται στο επίκεντρο της όλης μεθόδου. Επιπλέον πλεονεκτήματα μιας τέτοιας προσέγγισης είναι η τυποποίηση κατά την καταχώριση δεδομένων, άρα η ομογενοποίηση και δυνατότητα συγκριτικής αποτίμησης αυτών, η παραγωγή δευτερογενών δεδομένων, η ανάλυση και ερμηνεία στη βάση μετρήσιμων δεδομένων, η δυνατότητα χρήσης εργαλείων χωρικής και χωρικής στατιστικής ανάλυσης, η παρουσίαση σε χάρτες τόσο των δεδομένων αυτών καθ’ αυτών, όσο και των αποτελεσμάτων της όλης αναλυτικής διαδικασίας. Κατά τον τρόπο αυτό επιχειρήθηκε η διερεύνηση του παλίμψηστου της Κυνουρίας από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού μέχρι την Ύστερη Αρχαιότητα. Οι μαρτυρίες όσον αφορά στην Μέση Εποχή του Χαλκού είναι ιδιαίτερα φτωχές και περιορίζονται σε μερικά μόλις όστρακα. Ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατή η περαιτέρω ανάλυση.
Η μακροπρόθεσμη δομή του γεωπεριβάλλοντος διατρέχει όλη την υπό εξέταση περίοδο και αποτελεί ερμηνευτική σταθερά. Το γεωφυσικό όριο του ποταμού Βρασιάτη, οι απόκρημνες ακτές, τα οροπέδια της ενδοχώρας και οι ποτάμιες ροές αποτελούν βασικές ερμηνευτικές μεταβλητές, οι οποίες αναλύονται περαιτέρω σε έννοιες όπως το υψόμετρο, η κλίση και ο προσανατολισμός του εδάφους, η απόσταση από την ακτογραμμή ή άλλες σημειακές και γραμμικές οντότητες. Η ιστορική συγκυρία νοηματοδοτεί και μεθερμηνεύει το χώρο, αλλά και προσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό από αυτόν. Χαρακτηριστικά είναι τα αποτελέσματα της ανάλυσης ελαχίστου κόστους, όσον αφορά στην σταθερότητα των ροών κίνησης στην περιοχή, αλλά και της ανάλυσης ορατότητας - με επίκεντρο τις αμυντικές υποδομές, όσον αφορά στην πρόσληψη του περιβάλλοντος χώρου και τη νέα νοηματοδότησή του κατά τους Κλασικούς και Πρώιμους Ελληνιστικούς Χρόνους, ή της ανάλυσης πυκνότητας όσον αφορά στην εξέλιξη του προτύπου διάταξης των οικισμών στο χώρο ανά περίοδο, άρα τη διαχρονικά μεταβαλλόμενη νοηματοδότηση του περιβάλλοντος χώρου.
Η γεωμορφολογική διάκριση μεταξύ βορείου και νοτίου τμήματος διασυνδέεται άρρηκτα με την εξέλιξη του προτύπου διασποράς αρχαίων θέσεων. Η εικόνα είναι χαρακτηριστική κατά την Προϊστορική και Πρωτο- ιστορική περίοδο με την πλειονότητα των θέσεων, αλλά και τα σημαντικά κέντρα – για τα δεδομένα της περιοχής – να συγκεντρώνονται στο νότιο τμήμα. Φαινόμενα πολικότητας στο νότιο τμήμα εξακολουθούν να υφίστανται και κατά τους ιστορικούς χρόνους. Ανάλογη εξέλιξη στο βόρειο τμήμα διακόπτεται εξαιτίας της ιστορικής συγκυρίας, η οποία επίσης εξηγεί και την μεγάλη διασπορά θέσεων κατά το τέλος της κλασικής περιόδου. Η πλήρης αντιστροφή της εικόνας διαπιστώνεται κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους και δη κατά την Ύστερη Αρχαιότητα, συνεπεία των μεγάλων αλλαγών που συντελούνται στην Αυτοκρατορία, αλλά και των μεταβολών στην γεωμορφολογία της περιοχής ενδιαφέροντος στα παράκτια αλουβιακά πεδία.
Με τη βοήθεια επομένως εργαλείων χωρικής ανάλυσης και στατιστικής είναι εφικτός ο εντοπισμός στο χώρο φαινομένων που άπτονται της κοινωνικής οργάνωσης τής εκάστοτε περιόδου. Πρόκειται για το στατιστικό αποτύπωμα στο χώρο της κοινωνικής-οικονομικής οργάνωσης μιας κοινωνίας, πάντοτε σε συνάφεια και εξάρτηση με το γεωπεριβάλλον και τις μεταμορφώσεις του.
Λέξεις-κλειδιά:
Αρχαιολογία, Γεωπληροφορική, ΓΣΠ, Οικιστικό πρότυπο, Χωρική Στατιστική
Περιγραφή:
416 σ.:εικ.,πίν.,διαγρ.,χάρτες,σχ.