Περίληψη:
Σκοπός: Διαιτητικοί παράγοντες έχουν σχετισθεί με τα επίπεδα αδιπονεκτίνης και λεπτίνης πλάσματος. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνηθεί η σχέση ανάμεσα στην υιοθέτηση της Μεσογειακής διατροφής και στη συγκέντρωση αδιπονεκτίνης και λεπτίνης πλάσματος, σε φαινομενικά υγιείς ενήλικες.
Μεθοδολογία: Η μελέτη «ΑΤΤΙΚΗ» είναι μια συγχρονική πληθυσμιακή μελέτη η οποία διενεργήθηκε στην περιοχή της Αττικής κατά τη διάρκεια των ετών 2001-2002. Περιλαμβάνει ένα δείγμα 3042 ατόμων τυχαία επιλεγμένο και στρωματοποιημένο κατά ηλικία και φύλο. Στην παρούσα μελέτη συμπεριελήφθησαν 532 άτομα τυχαία επιλεγμένα από το συνολικό δείγμα. Χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα που αφορούσαν ανθρωπομετρικά, βιοχημικά, κλινικά χαρακτηριστικά και χαρακτηριστικά τρόπου ζωής. Η προσκόλληση στη Μεσογειακή διατροφή εκτιμήθηκε με βάση το Μεσογειακό διατροφικό σκορ (κλίμακα 0-55).
Αποτελέσματα: Τα άτομα με υψηλή προσκόλληση στη Μεσογειακή διατροφή είχαν 41% υψηλότερα επίπεδα αδιπονεκτίνης πλάσματος σε σχέση με τα άτομα με χαμηλή προσκόλληση (4.8 ± 2 και 3.4 ± 1.9 μg/ml αντίστοιχα, p<0.001). Αντίθετα, τα επίπεδα λεπτίνης δεν διέφεραν σημαντικά μεταξύ των δύο ομάδων (4.4 ± 3.2 και 4.2 ± 3.4 μg/L αντίστοιχα, p=0.602). Η πολλαπλή ανάλυση παλινδρόμησης έδειξε ότι τα άτομα με μέτρια προσκόλληση στη Μεσογειακή διατροφή είχαν σημαντικά χαμηλότερη συγκέντρωση αδιπονεκτίνης συγκριτικά με τα άτομα με υψηλή προσκόλληση (β= -0.65, p=0.02), ανεξάρτητα από πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες (ηλικία, φύλο, δείκτη μάζας σώματος, φυσική δραστηριότητα, κάπνισμα, υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη, υπερχοληστερολαιμία, TNF-α).
Συμπέρασμα: Η υιοθέτηση της Μεσογειακής διατροφής σχετίζεται με υψηλότερα επίπεδα αδιπονεκτίνης πλάσματος σε υγιείς ενήλικες, ανεξάρτητα από πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες. Ο ενδεχόμενος ρόλος της αδιπονεκτίνης στην ευεργετική επίδραση της Μεσογειακής δίαιτας στην καρδιαγγειακή υγεία χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.