Περίληψη:
Η καταγραφή και αξιολόγηση ανθρωπομετρικών, βιοχημικών και κλινικών δεικτών υγείας στα παιδιά καθώς και των σχετιζόμενων συμπεριφορών αποτελεί το πρωταρχικό και σημαντικότερο βήμα στη διαμόρφωση αποτελεσματικών συστάσεων διατροφικής αγωγής και προγραμμάτων αγωγής υγείας γενικότερα, που μπορούν να διασφαλίσουν την υγεία και τη φυσιολογική ανάπτυξη. Σκοποί της παρούσας διδακτορικής διατριβής αποτελούν α) η καταγραφή και η αξιολόγηση ενός μεγάλου αριθμού δεικτών υγείας σε μαθητές δημοτικού στην Ελλάδα, β) η καταγραφή και αξιολόγηση των συμπεριφορών που σχετίζονται με τους δείκτες υγείας, γ) η αναγνώριση των παραγόντων που καθορίζουν τις συμπεριφορές και κατ’ επέκταση τους δείκτες υγείας και δ) η δημιουργία εύχρηστων εργαλείων για επιστήμονες υγείας που θα τους βοηθήσουν στην ανάπτυξη και εφαρμογή προγραμμάτων διατροφικής αγωγής και αγωγής υγείας προσαρμοσμένων τόσο σε επίπεδο ατόμου όσο και πληθυσμών.
Για τη διερεύνηση των παραπάνω ερευνητικών υποθέσεων πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις για τη συλλογή ενός μεγάλου αριθμού δεδομένων σε ανθρωπομετρικούς, βιοχημικούς και συμπεριφοριστικούς δείκτες υγείας από ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα 2655 παιδιών ηλικίας 9-13 ετών, που φοιτούσαν σε σχολεία τεσσάρων νομών της ελληνικής επικράτειας (Αττική, Αιτωλοακαρνανία, Θεσσαλονίκη και Ηράκλειο-Κρήτης) (Μελέτη Healthy Growth).
Σύμφωνα με τα ευρήματα της παρούσας διδακτορικής διατριβής ο συνολικός επιπολασμός του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας βρέθηκε να είναι 30,9% και 11,4%, αντίστοιχα, με υψηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας στα αγόρια σε σύγκριση με τα κορίτσια (13,3% έναντι 9,6%, P<0.05). Επιπρόσθετα, ο συνολικός επιπολασμός της ινσουλινοαντίστασης (HOMA-IR<3,16) βρέθηκε να είναι 28,4%, των δυσλιπιδαιμιών να κυμαίνεται από 3,9% (HDL-χοληστερόλη<35mg/dL) έως 13.3% (Ολική Χοληστερόλη > 200 mg/dL), ενώ της ανεπάρκειας σιδήρου (Κορεσμός Τρανσφερίνης (TS) < 16%) και της σιδηροπενικής αναιμίας (TS<16% και Hgb<12 g/dL) να είναι 15,3% και 2,6%, αντίστοιχα. Ένα αρκετά ενδιαφέρον εύρημα της παρούσας μελέτης ήταν το ότι η παχυσαρκία βρέθηκε να σχετίζεται ισχυρά όχι μόνο με δείκτες καρδιομεταβολικού κινδύνου, όπως οι δυσλιπιδαιμίες, η ινσουλινοαντίσταση και η υπέρταση, αλλά και με δείκτες διατροφικών ανεπαρκειών, όπως η ανεπάρκεια σιδήρου, υποδεικνύοντας έτσι τον κεντρικό ρόλο της παχυσαρκίας στη διαμόρφωση μιας γενικότερα «φτωχής» κατάστασης υγείας.
Με τη χρήση της ανάλυσης σε κύριες συνιστώσες αναγνωρίστηκαν συγκεκριμένοι συμπεριφοριστικοί δείκτες που συνδυάστηκαν για πρώτη φορά σε πρότυπα τρόπου ζωής, τα οποία βρέθηκαν να σχετίζονται σημαντικά τόσο με την παχυσαρκία όσο και με τις δυσλιπιδαιμίες στα παιδιά. Συγκεκριμένα, το πρότυπο τρόπου ζωής που συνδύαζε την αυξημένη κατανάλωση γαλακτοκομικών στη διάρκεια της ημέρας με την κατανάλωση ενός πλήρους πρωινού γεύματος; το πρότυπο που χαρακτηριζόταν από την αυξημένη κατανάλωση τροφίμων πλούσιων σε φυτικές ίνες, όπως φρούτα, λαχανικά και δημητριακά ολικής άλεσης; και το πρότυπο που συνδύαζε αυξημένα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας με συχνότερα γεύματα στη διάρκεια της ημέρας βρέθηκαν να σχετίζονται με μειωμένη πιθανότητα εμφάνισης παχυσαρκίας και αυξημένων επιπέδων λιπώδους μάζας σώματος στα παιδιά. Το τελευταίο πρότυπο μάλιστα και συγκεκριμένα η μέτριας έως υψηλής έντασης φυσική δραστηριότητα για διάστημα μεγαλύτερο από 45 λεπτά σε συνδυασμό με πέντε γεύματα ημερησίως βρέθηκαν να σχετίζονται σημαντικά με μειωμένη πιθανότητα εμφάνισης δυσλιπιδαιμιών στα παιδιά.
Η επίδραση των παραπάνω συμπεριφορών και των προτύπων του τρόπου ζωής σε δείκτες υγείας στα παιδιά βρέθηκε να καθορίζεται σε σημαντικό βαθμό από παράγοντες του κοινωνικού τους περιβάλλοντος. Στο πλαίσιο αυτό, το χαμηλότερο οικογενειακό εισόδημα και η γιαγιά ως η κύρια υπεύθυνη για την ανατροφή των παιδιών βρέθηκαν να είναι οι σημαντικότεροι κοινωνικο-οικονομικοί παράγοντες που σχετίζονταν με αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης παχυσαρκίας και ινσουλινοαντίστασης στα παιδιά. Επιπλέον, η υποεκτίμηση του βάρους των υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών από τους γονείς τους βρέθηκε να είναι σημαντικά υψηλότερη για τα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά.
Τα παραπάνω ευρήματα συνδυάστηκαν στη δημιουργία ενός δείκτη αξιολόγησης της υγείας, της διατροφής και του τρόπου ζωής των παιδιών γενικότερα (Healthy Lifestyle-Diet Index), η υψηλότερη βαθμολογία του οποίου (ενδεικτική ενός πιο υγιεινού τρόπου ζωής) βρέθηκε να σχετίζεται με μικρότερη πιθανότητα εμφάνισης παχυσαρκίας αλλά και ινσουλινοαντίστασης στα παιδιά.
Συμπερασματικά, η παρούσα διδακτορική διατριβή επιβεβαίωσε τα πολύ υψηλά ποσοστά παχυσαρκίας σε παιδιά ηλικίας 9-13 ετών στην Ελλάδα, καθώς και των συνοδών μεταβολικών της διαταραχών (ινσουλινοαντίσταση, δυσλιπιδαιμίες, υπέρταση), συμπεριλαμβανομένων διατροφικών ανεπαρκειών, όπως του σιδήρου. Επιπλέον, αναγνώρισε συγκεκριμένα πρότυπα τρόπου ζωής και παραγόντων που καθορίζουν τις συμπεριφορές που τα συνιστούν, όπως οι λανθασμένες αντιλήψεις των γονέων για το βάρος του παιδιού τους. Τα παραπάνω συνδυάστηκαν στο σχεδιασμό ενός δείκτη αξιολόγησης της υγείας, της διατροφής και του τρόπου ζωής των παιδιών. Ο συγκεκριμένος δείκτης καθώς και άλλα παρόμοια εργαλεία μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό εφόδιο στο σχεδιασμό αποτελεσματικών προγραμμάτων πρόληψης της παιδικής παχυσαρκίας, καθώς και των συνοδών μεταβολικών της διαταραχών, μέσω της διαμόρφωσης συστάσεων διατροφικής αγωγής ειδικά εστιασμένων στις ανάγκες και στα χαρακτηριστικά των ατόμων ή των πληθυσμών.