Σύγκριση διαιτητικής συμπεριφοράς και διατροφικών συνηθειών μεταξύ γυναικών φυσιολογικού βάρους, υπέρβαρων και παχύσαρκων

Πτυχιακή Εργασία 3307 303 Αναγνώσεις

Πρωτότυπος Τίτλος:
Σύγκριση διαιτητικής συμπεριφοράς και διατροφικών συνηθειών μεταξύ γυναικών φυσιολογικού βάρους, υπέρβαρων και παχύσαρκων
Συγγραφέας:
Σολωμού, Ελένη
Περίληψη:
ΣΚΟΠΟΣ: Στην παρούσα διπλωματική εργασία μελετήθηκαν και αξιολογήθηκαν οι διαιτητικές συμπεριφορές / διατροφικές συνήθειες γυναικών διαφορετικών ηλικίας (επομένως και διαφορετικής γονιμότητας), επιπέδων φυσικής δραστηριότητας και ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών όπως είναι τα σωματικό βάρος, ύψος και ο δείκτης μάζας σώματος (kg/m2) ή αλλιώς ΔΜΣ. Σκοπός ήταν η ανίχνευση εκείνων των παραγόντων (διατροφικών και μη) που τελικά συντελούν στην αύξηση του σωματικού βάρους στο γυναικείο φύλο και συνεπώς και στην εμφάνιση της παχυσαρκίας σε αυτό. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο και αφού κατατάξαμε τις γυναίκες ανάλογα με το ΔΜΣ τους σε φυσιολογικού βάρους (18,5 < ΔΜΣ < 24,9), υπέρβαρες (25 < ΔΜΣ < 29,9) και παχύσαρκες (ΔΜΣ > 30), συγκρίναμε αυτές με ΔΜΣ < 25 kg/m² με αυτές με ΔΜΣ > 25 kg/m² αρχικά με και ύστερα αποκλείοντας αυτές από τις οποίες δε λάβαμε αξιόπιστα διαιτητικά αρχεία (υποκαταγραφείς). Επιπλέον, συγκρίναμε τις «υποκαταγραφείς» με τις «μη υποκαταγραφείς» και εξετάσαμε τη συσχέτιση μεταξύ της συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων (ΣΚΤ) και του σωματικού πάχους στις προ και μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, αφού αποκλείσαμε από το δείγμα τις υποκαταγραφείς.
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Διατμηματική μελέτη, 220 υγιείς γυναίκες (ηλικία: 48,2 ± 12,2 χρόνια), 205 = τελικό μας δείγμα (220-αυτές που ακολουθούν πρόγραμμα δίαιτας), 67 γυναίκες με ΔΜΣ < 25 kg / m² (φυσιολογικό βάρος), 138 με ΔΜΣ > 25 kg / m² (Υπέρβαρες και παχύσαρκες), 86 «υποκαταγραφείς», 119 μη υποκαταγραφείς, 64 προεμμηνοπαυσιακές (μη υποκαταγραφείς) και 52 μετεμμηνοπαυσιακές (μη υποκαταγραφείς) γυναίκες (ηλικία: 24-74 χρόνια, ΔΜΣ : 18,5-38,6 kg/m²).
ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ: Μετρήθηκαν τα: ΔΜΣ, % σωματικού λίπους (DXA), συχνότητα κατανάλωσης τροφίμων, επεισόδια και αναφορές φαγητού, ολική ενεργειακή πρόσληψη (ΟΕΠ) και πρόσληψη μακροθρεπτικών συστατικών (3ήμερο ημερολόγιο καταγραφής τροφίμων), επίπεδο φυσικής δραστηριότητας (ΦΔ), ολική ενεργειακή δαπάνη (ΟΕΔ) (ερωτηματολόγια φυσικής δραστηριότητας).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Αποκλείοντας τις υποκαταγραφείς από το δείγμα μας, βρέθηκε ότι οι γυναίκες με ΔΜΣ < 25 kg / m² είναι μικρότερης ηλικίας (42,7 ± 11,6 vs. 50,1 ± 10,5, p<0,001), με χαμηλότερα % περιφέρειας μέσης / περιφέρειας ισχίου (0,7 ± 0,004 vs. 0,8 ± 0,005, p<0,001), % σωματικού λίπους (31,01 ± 4,7 vs. 42,8 ± 5,0, p<0,001), % λίπους κορμού (28,6 ± 5,6 vs. 42,1 ± 5,1, p<0,001) και ολική ενεργειακή δαπάνη (2130,03 ± 338,8 vs. 2552,1 ± 482,9, p<0,001) συγκριτικά με αυτές με ΔΜΣ > 25 kg / m2. Οι υποκαταγραφείς συγκριτικά με τις μη υποκαταγραφείς ήταν γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας (50,1 ± 12,6 έτη vs. 46,8 ± 11,6 έτη, p = 0,04), με υψηλότερα ΔΜΣ (30,2 ± 5,3 kg/m2 vs. 26,1 ± 4,6 kg/m2, p<0,001), % περιφέρειας μέσης / περιφέρεια ισχίου (89,7 ± 12,2 vs. 80,9 ± 12,2, p <0,001), % σωματικού λίπους (42,7 ± 5,9 % vs. 37,6 ± 7,7 %, p<0,001), % λίπους κορμού (41,3 ± 6,6 vs. 36,1 ± 8,6, p<0,001) και ΟΕΔ / ημέρα (2649 ± 566 vs. 2370 ± 474, p<0,01). Σε ό,τι αφορά τη διαιτητική πρόσληψη η πρώτη ομάδα (υποκαταγραφείς) συγκριτικά με τη δεύτερη (μη υποκαταγραφείς) δήλωσε υψηλότερο % ενέργειας από πρωτεΐνη (18,0 ± 3,7 % vs. 15,5 ± 3,2 %, p<0,001) και χαμηλότερα ενεργειακή πρόσληψη (kcals) (1180 ± 227 vs. 1907 ± 401, p<0,001) καθώς και % ενέργειας από αλκοόλ (1,01 ± 2,5 vs. 1,8 ± 2,9, p<0,05). Επιπρόσθετα, βρέθηκε ότι οι υποκαταγραφείς καταναλώνουν λιγότερα υψηλής ποιότητας σνακ (0,2 ± 0,4 vs 0,4 ± 0,5, p<0,01), πλήρη γεύματα (0,6 ± 0,5 vs. 1,0 ± 0,6, p<0,001), μη ποιοτικά σνακ (0,9 ± 0,8 vs. 1,4 ± 1,2, p<0,01) και έχουν μικρότερη ποικιλία στα τρόφιμα που καταναλώνουν ανά ημέρα (4,9 ± 1,3 vs. 6,8 ± 1,9, p<0,001) από τους μη υποκαταγραφείς. Τέλος, βρέθηκε ότι η ΣΚΤ συσχετίζεται με το % σωματικού λίπους στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες (r = 0,27, p = 0,05) και όχι στις προεμμηνοπαυσιακές. Η ΣΚΤ σχετίστηκε με την ΟΕΠ και στις προ (r = 0,53, p < 0,001) και στις μετεμμηνοπαυσιακές (r = 0,42, p < 0,02). Ανάλυση (multivariate) αποκάλυψε ότι η ΣΚΤ είναι σημαντικός δείκτης σωματικού πάχους στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες (standardized beta = 0,28, p = 0,005).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Καμία συσχέτιση δε βρέθηκε μεταξύ ΣΚΤ και σωματικού πάχους στις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, ενώ θετική συσχέτιση ανιχνεύθηκε στις μετεμμηνοπαυσιακές. Πιθανές ερμηνείες θα μπορούσαν να είναι ότι στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες η συχνή κατανάλωση τροφής δε σχετίζεται με ένα φυσικά δραστήριο τρόπο ζωής ή ότι η συχνή κατανάλωση τροφής προδιαθέτει τις γυναίκες αυτές σε μια υψηλότερη ενεργειακή πρόσληψη αυξάνοντας την πρόσληψη φαγητού και χάνοντας τον έλεγχο για διατήρηση τους σωματικού τους βάρους. Σε ό,τι αφορά τις φυσιολογικού βάρους γυναίκες (και μη υποκαταγραφείς) και τις υπέρβαρες ή παχύσαρκες (μη υποκαταγραφείς), δε βρέθηκαν διαφορές ούτε μεταξύ της ενεργειακής τους πρόσληψης ούτε μεταξύ της συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων (ΣΚΤ) και των πρότυπων γευμάτων. Οι μόνες διαφορές των δύο ομάδων εντοπίστηκαν στην ηλικία (Φυσιολογικού βάρους: μικρότερη ηλικία), στα % σωματικού λίπους (Φυσιολογικού βάρους: χαμηλότερα ποσοστά) και στην ολική ενεργειακή δαπάνη (Φυσιολογικού βάρους: μικρότερη ενεργειακή δαπάνη). Πιθανή ερμηνεία μπορεί να είναι ότι οι νεότερες γυναίκες ασχολούνται περισσότερο με την εξωτερική τους εμφάνιση και δη με το σωματικό τους βάρος. Γι’ αυτό και το ποσοστό υπέρβαρων και παχύσαρκων εμφανίστηκε υψηλότερο σε μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες. Το γεγονός ότι οι φυσιολογικού βάρους γυναίκες έχουν μικρότερη ολική ενεργειακή δαπάνη από αυτές με υπερβάλλον βάρος μπορεί να εξηγηθεί, αν ληφθεί υπόψη ότι απαιτείται υψηλότερη δαπάνη για τη διατήρηση ενός σώματος με παραπανίσια κιλά. Τέλος, ύστερα από σύγκριση μεταξύ των «υποκαταγραφέων» και των «μη υποκαταγραφέων» γυναικών προέκυψε ότι την πρώτη ομάδα αποτελούσαν μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες (→ πιο κοντά στην εμμηνόπαυση), με μεγαλύτερο ΔΜΣ και με ό,τι άλλο αυτό συνεπάγεται (υψηλότερα ΟΕΔ και % σωματικού λίπους). Επιπλέον, οι υποκαταγραφείς δήλωσαν ότι καταναλώνουν λιγότερα πλήρη γεύματα, υψηλής ποιότητας σνακ και χωρίς ενέργεια σνακ. Η υποκαταγραφή στα μεγάλης ηλικίας άτομα με υψηλό ΔΜΣ μπορεί να εξηγηθεί λαμβάνοντας υπόψη ότι προσπαθούν να επιδείξουν ένα διαφορετικό προφίλ διαιτητικής συμπεριφοράς. Παρόλα αυτά, δε βρέθηκε καμία διαφορά στην ποσότητα γλυκών και λιπαρών τροφών που καταναλώνουν οι δυο ομάδες.
Ημερομηνία κατάθεσης:
2006
Γλώσσες Τεκμηρίου:
Ελληνικά
Λοιπά Θέματα:
Διατροφικές συνήθειες
Food habits
Γυναίκες - Διατροφή
Women - Nutrition
Περιγραφή:
69 σ., εικ., πίν.
Άδεια χρήσης:
19429 Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική Χρήση – Όχι Παράγωγα Έργα 4.0

, Ptychiaki36.pdf